Τη «Μπαρμπούτα» πολλές πένες εξύμνησαν και για την περιγραφή της χύθηκε πολλή μελάνη. Τις ομορφιές της τον παλιό καιρό τις χαιρόντουσαν όχι μόνον οι Βεροιείς αλλά και οι κάτοικοι των γειτονικών πόλεων. Εκδρομείς από Θεσσαλονίκη, Έδεσσα, Κοζάνη, Γιαννιτσά, είχαν ως πρώτη επιλογή για τις ψυχαγωγικές τους εξορμήσεις, τις ολόδροσες όχθες του Τριποτάμου και ιδιαίτερα τις όχθες που γειτόνευαν με τη Μπαρμπούτα.
Την προπολεμική εποχή και τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια η «Μπαρμπούτα» βρισκόταν στις δόξες της. Την αυλή της και τα ολοκάθαρα τραπεζάκια της κατέκλυζαν οι επισκέπτες που απολάμβαναν το δροσερό καλοκαίρι τους κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια και δίπλα στο ποτάμι όπου κυλούσαν τα νερά ακατάπαυστα.
Ο ελληνικός καφές και το ουζάκι που το συνόδευε το πιατάκι με λίγο τυρί, με την αντζούγια και τις ελίτσες, αποτελούσαν τη συνηθισμένη παραγγελία των εκδρομέων. Για τις κυρίες και τα παιδιά, η παραγγελία περιλάμβανε βανίλια σε κρύο νερό από τη διπλανή πηγή.
Με κάποιον καλό μου φίλο, αποφασίσαμε τις προάλλες να επισκεφθούμε την περιοχή για να δούμε «ιδίοις όμμασι» αν διατηρεί κάτι από την προτερινή της γοητεία ή αν απλώς επιβιώνει χωρίς τις παλιές της χάρες.
Ξεκινήσαμε από την αφετηρία του δρομίσκου που φέρει την ονομασία «Μονοπάτι της βασίλισσας Βεργίνας».
Το σπίτι των Βλάχων με την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική του, θα ήταν μια ευχάριστη νότα, εάν δε χαλούσε την εικόνα η θέα των ρυπαρών υπολειμμάτων ενός εν αχρηστία παλαιού αφοδευτηρίου.
Συνεχίζουμε την κάθοδό μας προς το ποτάμι, πορευόμενοι στο δύσβατο γκαλντερίμι και αναλογιζόμαστε πόσο χρήσιμη θα ήταν μια ξύλινη κουπαστή σ’ όλο το μήκος της διαδρομής.
Λίγο προτού φτάσουμε στη μεγάλη γέφυρα, χαιρόμαστε το συγκρότημα των αναπαλαιωμένων κτιρίων που στεγάζουν κοινωφελείς υπηρεσίες και αποτελούν στολίδι της περιοχής.
Μετά τη γέφυρα, μας περιμένει απογοήτευση: Κάποια ελεεινά κατάλοιπα κιγκλιδωμάτων στην παρόχθια περιοχή, περιμένουν εδώ και δεκαετίες την αντικατάστασή τους που δεν λέει να έλθει. Ατύχημα μέχρι στιγμής δεν έγινε!
Διασχίζουμε τη μικρή γέφυρα και περνάμε το κατώφλι του εξοχικού κέντρου. Προχωράμε στην αυλή όπου μας αναμένει η έκπληξη. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει και κάποιες τέντες υποκαθιστούν τα πλατάνια που χάριζαν κάποτε τη δροσιά στους επισκέπτες. Και μόνο τα πεντακάθαρα τραπεζάκια εκεί στα κάγκελα και δίπλα στο ποτάμι, θυμίζουν κάτι από την παλιά εποχή.
Εκεί καθόμαστε κι εμείς. Παραγγέλνουμε τον καφέ μας και απολαμβάνουμε το μουρμουρητό που αφήνουν τα νερά καθώς κινούνται στην κοίτη του ποταμιού.
Απλώνουμε το βλέμμα στην αντικρινή πλαγιά με την ελπίδα ν’ αντικρίσουμε όπως παλιά, την καταπράσινη χλωρίδα που ανέβαινε προς το δρόμο για να συναντήσει τα λουλουδιασμένα παρτέρια και τα δεντράκια που ομορφαίνουν το γύρω χώρο. Αλλοίμονο! Κατάξερος ο χώρος, ανύπαρκτη στην πλαγιά η χλωρίδα. Και στο δρόμο, ούτε δεντράκια, ούτε λουλουδιασμένα παρτέρια.
Διατυπώνουμε στον καταστηματάρχη τη δυσαρέσκειά μας και του υποδεικνύουμε να ζητήσει την παρέμβαση της δημοτικής υπηρεσίας. Η απάντησή του ξεκαθαρίζει το τοπίο: «Πού να πρωτοπροφτάσουν κι αυτοί! Πήγα όμως και τα είπαμε. Δεν έγινε φυσικά τίποτε».
Επιμείναμε: «να ξαναπάς! Να ευπρεπιστεί ο χώρος απέναντι. Να λειτουργήσεις και τη σκάλα σου που βγάζει στο οικόπεδο του φούρναρη, στην οδό Δήμητρας. Και η αυλή σου εδώ ν’ ανοίξει. Να βλέπει στο βάθος μέχρι το βράχο».
Κακόμοιρε νοσταλγέ! Πασχίζεις να επαναφέρεις την παλιά εικόνα της Μπαρμπούτας. Δε θα τα καταφέρεις. Άλλη εποχή τότε, άλλος κόσμος.
Αποχαιρετίσαμε την Μπαρμπούτα του αιώνα μας και υποσχεθήκαμε πως θα την επισκεφθούμε και πάλι.
Ενδόμυχα είπαμε: Πάλι καλά που υπάρχει κι αυτή!
Ο.Σ.