Γράφει ο
Κωνσταντίνος Μίζας
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
“Δείχνει δειλία άμα εγκαταλείπει κανείς
την ίδια του τη ζωή,ή χαρακτήρα
άμα έχει τη δύναμη να αρχίσει
πάλι απ την αρχή?” ΤΖΕΝΝΥ ΕΡΠΕΝΜΠΕΚ
Δεν υπήρχε ψυχή ολόγυρα. Κατέβηκαν με προσοχή την απότομη πλαγιά.Υπήρχε κάτι στο τοπίο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει,αλλά με κάποιο τρόπο ένιωθε να τον συνδέει με κάποια ανάμνηση από το παρελθόν.
Το ποτάμι ήταν ρηχό. Εβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε μέσα. Τον ακολούθησε ο Βασίλης.Το νερό ήταν πολύ κρύο. Περπάτησαν με τα γυμνά τους πόδια μέχρι εκεί που βάθαινε αρκετά.
Καθώς προχωρούσαν διέκριναν ψάρια που έφευγαν τρομαγμένα καθώς τα πλησίαζαν.
Η χαρά που ένιωθε να τον πλημμυρίζει πήρε την μορφή κραυγής ,κάτι που δεν το συνήθιζε,και τον ξάφνιασε. Πρόσεξε ότι τα βουνά είχαν ακόμη χιόνι στις κορυφές τους.
Ισως κάτι-πώς να το εκφράσει?- σαν έμπνευση να είχε ανάγκη,αλλά αγνοούσε από πού μπορούσε να προέλθει. Ενα βλέμμα νωρίτερα στο χιόνι που λαμπύριζε ήταν αρκετό. Ηταν μιά ανάγκη να κάνει πράγματα που να μην συνδέονται απαραίτητα με μία άκαμπτη λογική.
Ενιωσε σαν να βγαίνει από έναν χώρο τακτοποιημένο και μουντό,και να εισέρχεται απότομα σε μία περιοχή με έντονα χρώματα.
Οταν βγήκαν από το ποτάμι,πρόσεξε το τραγούδι των τζιτζικιών. Χωρίς να το σκεφθεί πλησίασε σε ένα δένδρο και με μια γρήγορη κίνηση αιχμαλώτισε ένα τζιτζίκι. Το ένιωσε να σπαρταράει μέσα στη κλειστή χούφτα του. Ρώτησε τον Βασίλη αν ήθελε να του το δώσει.
-“Οχι,δεν θέλω”.
-“Φοβάσαι?”
-“Οχι, δεν φοβάμαι.”
Ανοιξε την χούφτα του και το τζιτζίκι, αφού ταλαντεύτηκε προς στιγμή,σε λίγο χάθηκε μέσα στα δένδρα.
Εβγαλαν τα τρόφιμα που είχαν φέρει μαζί τους. Ντομάτα,τυρί,ελιές θρούμπες,και φρέσκο ψωμί σίκαλης. Μοιράστηκαν οι μερίδες, έβαλαν και μία παραπάνω γι αυτόν που έλειπε. Εφαγαν αμίλητοι.
Σε λίγο ο Βασίλης άπλωσε στο χορτάρι τον χάρτη. Τους άρεσε να χαζεύουν με τις ώρες τον παγκόσμιο χάρτη και να απομνημονεύουν τις σημαίες των κρατών, τις πρωτεύουσες και τα ποτάμια. Μετά από χρόνια ,θα θυμόταν με νοσταλγία αυτές τις ώρες που βρίσκονταν μπρούμυτα, με ανοιγμένο το χάρτη,ενώ ένα ελαφρύ αεράκι τους ανακάτευε τα μαλλιά φέρνοντας μαζί τον ήχο από το θρόισμα των φύλλων.
ΥΓ. Για να κατανοήσουμε τί συμβαίνει γύρω μας είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί ένα “σκάψιμο” εντός μας, προκειμένου να “θρυμματίσουμε”ό,τι μας εμποδίζει να δούμε.
Καρπός μιας τέτοιας ανθρώπινης προσπάθειας είναι και τα βιβλία,γι αυτό και θα σας προτείνω μερικά.
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
----- “Τετράδια ονείρων”
EMMA REYES -------
“Αναμνήσεις δι αλληλογραφίας”
SERGE TISSERON --------
“Οικογενειακά μυστικά”
ΤΖΕΝΝΥ ΕΡΠΕΝΜΠΕΚ ----
“Η συντέλεια του κόσμου”
ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΦΟΡΝΤ --------
“η χώρα,όπως είναι”