Γράφει ο
Γιώργος Ντελιόπουλος
Πώς να ξεχάσω τον βαρκάρη Μπάρμπα Ντίνα από τον Π. Πρόδρομο που από τα βαθιά χαράματα περνούσε τους Παλαιοπροδρομίτες, τους Μελικιώτες, τους Νεοκαστρίτες να έρθουν στην Αγία Κυριακή; Με τα πόδια δέκα – δεκαπέντε χιλιόμετρα, να έρθουν, και άλλα τόσα το δειλινό να επιστρέψουν. Όλα όμως το κάνει η πίστη. Η αγάπη στην Αγία Κυριακή.
Για τους κατοίκους του Ρουμλουκιού, δεν ήταν μόνο το πανηγύρι. Πήγαιναν εκεί κυρίως οι γυναίκες να μείνουν κοντά στην Αγία. Ήταν το τάμα, να σαραντίσουν τη μεγάλη σαρακοστή του Πάσχα. Νηστεία και προσευχή όλο το διάστημα.
Σαράντα μέρες, λάδι μόνο το Σαββατοκύριακο τρώγανε, όχι πως τους επέβαλε κανείς, αυτό ήταν ο άγραφος νόμος. Θα προσπαθήσω να περιγράψω τα φαγητά, όπως τα έχω βιώσει ο ίδιος όταν μας πήγαινε η μάνα μας εκεί, πότε για σαράντα μέρες κι άλλοτε για μια εβδομάδα.
Υπήρχαν ξενώνες – τα κελιά, που είχαν χτιστεί στις αρχές του περασμένου αιώνα γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό. Θα έλεγα πως όλες οι γυναίκες και τα παιδιά, έκαναν μια ασκητική ζωή. Ζούσαν με άγρια χόρτα, και ας μη φανεί υπερβολή. Τα τσουκνίδια, τα λάπατα, τα ραδίκια και τα σπανάκια ήταν τα λαχανικά που έτρωγαν τον περισσότερο καιρό. Φασόλια, φακές, ρεβίθια χωρίς λάδι.
Το σουσάμι αντικαθιστούσε το ελαιόλαδο. Αυτό γινόταν και στην οικογένεια την περίοδο των νηστειών. Ήταν εκείνο το ντόπιο σουσάμι, που ψήνονταν στο τηγάνι, και το στούμπιζαν στα μεγάλα ξύλινα γουδιά.
Τα στούμπιζαν τόσο, ώσπου να γίνει λιπαρό. Αυτό το χρησιμοποιούσαν για πολλές χρήσει. Γίνονταν νοστιμότατες παπάρες – σαμοπάπαρα. Μέσα σε βαθιά πιάτα έριχναν μια ποσότητα στουμπισμένο σουσάμι και στη συνέχεια βραστό νερό. Αρκετοί που το ήθελαν γλυκό, έριχναν λίγο πετιμέζι και έτριβαν ψωμί, άλλοι το έτρωγαν αρμυρό. Είναι ένα είδος χυλού όπως το ταχίνι. Το στουμπισμένο όμως σουσάμι κάλυπτε άλλες ανάγκες στη μαγειρική. Σε όλα σχεδόν τα φαγητά ρίχναμε σουσάμι.
Το νηστίσιμο μπουρανί, με τσουκνίδες ή το σπανάκι. Φαγητά νηστίσιμα με κουτάλι ήταν η σκορδάρη, στουμπισμένο σκόρδο, αλάτι και αρκετό ξίδι. Ήταν ορεκτικό φαγητό, το οποίο έτρωγαν τους καλοκαιρινούς μήνες με τις ζέστες, στο θερισμό.
Υπήρχε και η ξιδομαντζιάφα, σε βαθύ πάντα πιάτο. Ξίδι, αλάτι αρκετό, νερό και ψωμί ζυμωτό, πιτυρούχο, ήταν ένα θαυμάσιο μεσημεριανό. Εξάλλου, τότε ποιος λογάριαζε τι είχε το πιάτο, το στομάχι να γέμιζε.
Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που ο πληθυσμός μας, εδώ τουλάχιστον στον κάμπο, δεν έπασχε από πίεση η καρδιοπάθειες. Σπάνια υπήρχαν άνθρωποι παχύσαρκοι. Λέγανε και κάτι ακόμα οι γυναίκες, που με μεγάλη ευχαρίστηση υποβάλλονταν σ’ αυτή τη δοκιμασία, η Αγία Κυριακή μας δίνει δύναμη. Κάθε βράδυ που χτυπούσε η καμπάνα, όλες μαζί στην εκκλησία να τις διαβάσει μία-μία ο παπάς την ευχή. Κάθε μια ξεχωριστή ευχή, άλλη να της χαρίσει η Αγία Κυριακή παιδί, άλλη να της ζήσουν τα παιδιά, γιατί της πέθαιναν, άλλη είχε τον άντρα της με ψυχασθένεια και άλλα τόσα βάσανα, πιστεύοντας ότι η Αγία Κυριακή θα τα θεραπεύσει.
Βαδίζοντας προς την δεκαετία του 50-60, ο λαός μας αρχίζει να ορθοποδεί, ήρθαν στη ζωή μας τα μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα, τρακτέρ, αυτοκίνητα αντί κάρα και άλογα, μοτοποδήλατα και ποδήλατα. Η ζωή αρχίζει και παίρνει άλλη μορφή, μπαίνουν ξενόφερτα στοιχεία, ακόμα και σ’ αυτό τον ιερό χώρο. Εκτός από το μεγάλο πανηγύρι, προστίθενται δύο ακόμα γιορτές, η πρώτη του Μάη, που συρρέει χιλιάδες κόσμος και εκεί αλλοιώνεται πλέον η εικόνα που παρουσίαζε την ημέρα της γιορτής. Ο κόσμος ανάβει ένα κεράκι και το ρίχνει στην ακολασία. Είναι η ίδια περίοδος που αρκετοί ηλικιωμένοι είναι δυσαρεστημένοι από όλα όσα γίνονται και περιμένουν κάποιο κακό να συμβεί. Η Αγία Κυριακή δεν θα το δεχτεί αυτό.
Πολλά πράγματα συμβάλλουν ώστε να δικαιωθούν οι προφητείες των ηλικιωμένων. Τα αιωνόβια φτελιάδια που κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσων χρονών ήταν από τις αρχές του πενήντα προσβάλλονται από μια βαριά αρρώστια, ξεραίνονται από την κορυφή και σιγά-σιγά καταστραίφονται. Μια αρρώστια που ακόμα και σήμερα τα αφανίζει. Μέσα σ’ αυτό το δάσος υπήρχαν τέτοια ξηρά κλαδιά, που κανείς τότε δεν φρόντισε να τα καθαρίσει, ούτε και η δασική υπηρεσία το είχε αντιληφθεί. Το 1956-57 θυμάμαι καλά, ένας τεράστιος κορμός ενώς αιωνόβιου φτελιαδιού έπεσε σε ανυποψίαστους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να θρηνήσουμε θύματα και αρκετούς τραυματίες. Το γεγονός αυτό είχε σχολιαστεί με κακές έννοιες. Και τι δεν είχε ειπωθεί από τους ηλικιωμένους. Βεβαίως αυτό το γεγονός δεν είχε καμία σχέση με όλα όσα λέγονταν. Η ευθύνη ήταν της δασικής υπηρεσίας και άλλων αρμοδίων…
Έτσι θα κλείσω αυτό το οδοιπορικό στον χρόνο. Κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί, ζω όλες τις εικόνες που περιέγραψα. Αυτός ήταν ο λόγος που έκανα στο προηγούμενο δημοσίευμα εκείνο το σχόλιο με τη στασιμότητα του Μοναστηριού, συγκρίνοντας πάντα με άλλα νεοσύστατα θρησκευτικά Ιδρύματα, που παράγουν θρησκευτικό και πολιτιστικό προϊόν. Όσο για τα υπάρχοντα ξηρά δέντρα, το μήνυμα το έλαβε υπόψη η Πυροσβεστική και πιστεύω πως θα δώσει λύση πριν θρηνήσουμε θύματα στον ίδιο χώρο μετά από πενήντα χρόνια.
Ας μας φυλάει η Αγία Κυριακή που είναι και προστάτιδά μας.