Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Οι γαίες κατά το οθωμανικό εμπράγματο δίκαιο διακρίνονταν σε : (α) δημόσιες (εραζί-μιριγιέ), στην οποία ανήκαν οι καλλιεργήσιμοι αγροί, οι χειμερινές και θερινές βοσκές και λειμώνες, τα δάση, οι εκτάσεις που έχουν φυτευτεί με δένδρα, όχι όμως και τα οικόπεδα (έστω κι αν καλλιεργούνται με κηπευτικά ή οπωροφόρα δένδρα), τα οποία υπάγονταν στην επόμενη κατηγορία των ‘μουλκ’, (β) ιδιόκτητα ακίνητα (μούλκια), δηλ. αυτά στα οποία αναγνωριζόταν κυριότητα στους ιδιώτες που τα κατείχαν, όπως και τα απορρέοντα δικαιώματα της χρήσεως, καρπώσεως και διαθέσεώς τους, (γ) ακίνητα αφιερωμένα σε ευαγή σκοπό (βακούφικα), (δ) γαίες αφιερωμένες σε κοινή χρήση (μετρουκέ) και (ε) νεκρές γαίες (μετβάτ).
Ως συμβολή στην ερμηνεία του σύνθετου πλέγματος των διατάξεων του οθωμανικού δικαίου, έχει μέχρι σήμερα δει το φως της επιστημονικής δημοσιότητας ένας μεγάλος αριθμός μελετών
Σύμφωνα με την πάγια νομολογιακή εφαρμογή των διατάξεων του οθωμανικού γαιοκτητικού συστήματος, οι δημόσιες γαίες (εραζί μιριγιέ) μπορούσαν να παραχωρηθούν από το οθωμανικό δημόσιο σε ιδιώτες με την καταβολή δικαιώματος (ταπίου) και την έκδοση σχετικού τίτλου (ταπίου). Με την έκδοση όμως του τίτλου αυτού, οι ιδιώτες δεν αποκτούσαν πλήρες δικαίωμα κυριότητος επί της παραχωρηθείσας εκτάσεως, αλλά μόνον δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης ή ‘ωφέλιμης κυριότητας’ (τεσσαρούφ), ενώ το δικαίωμα ψιλής κυριότητος (ρεκαμπέ) διατηρούσε το οθωμανικό δημόσιο.
Ειδικά επί δημόσιων γαιών, δικαίωμα ‘τεσσαρούφ’ μπορούσε να αποκτήσει και όποιος χωρίς τις ανωτέρω προϋποθέσεις καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε αγρούς επί μία τουλάχιστον 10ετία, χωρίς όμως δικαστική αμφισβήτηση. Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείτο η έκδοση ‘ταπίου’ στο όνομα του καλλιεργητή – έγγραφο που άλλωστε ήταν αποδεικτικό και όχι συστατικό του δικαιώματος ‘τεσσαρούφ’.
Χαρακτηριστική, ως προς το ζήτημα αυτό, είναι η απόφαση 822/2013 του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία γαίες που περιήλθαν στο οθωμανικό δημόσιο (εραζί-μιριγιέ), ήταν μόνον οι «δορυάλωτες», όσες δηλαδή κυριεύθηκαν από τα σουλτανικά στρατεύματα «με τη σπάθη και το δόρυ». Συνεπώς, στην κατηγορία των γαιών ‘μούλκ’ (ιδιωτικών) και όχι των δημόσιων γαιών, μπορούσαν να ανήκουν μόνον όσες περιήλθαν ειρηνικά και χωρίς πόλεμο στην κυριαρχία του σουλτάνου. Αν και – όπως είναι προφανές - η προϋπόθεση αυτή μπορεί να υπόκειται σε ιστορικώς δύσκολα αποδεικνυόμενα γεγονότα, που και αυτά θα είναι ευάλωτα σε διαφορετικές σταθμίσεις ή ερμηνείες, γίνεται εντούτοις δεκτό ότι από τα Δωδεκάνησα, η Ρόδος και η Κως αποτέλεσαν αναμφίβολα νησιά «δορυάλωτα». Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως είναι η Κάρπαθος, που δεν ήταν ‘‘δορυάλωτα’’, δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο τούρκος κατακτητής Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους ως ‘‘γαίες μούλκ’’»
Μία από τις πιο μεγάλες σύγχρονες προκλήσεις, ειδικά για τον εκκλησιαστικό οργανισμό συνιστά η ανάγκη της προοδευτικής, συστηματικής και αξιόπιστης καταγραφής των εμπράγματων δικαιωμάτων στην ελληνική επικράτεια, που καλείται να υπηρετήσει ο θεσμός του Εθνικού Κτηματολογίου. Και αυτό, για το λόγο ότι παρέχεται η ιστορική πραγματικά ευκαιρία καταγραφής και απεικόνισης, με όρους δημόσιας ασφάλειας και εγκυρότητας, του πραγματικού μεγέθους της εκκλησιαστικής περιουσίας, αφού πλέον τίθεται σε οριστική κρίση το ακανθώδες ζήτημα της νομικής ισχύος των τίτλων ιδιοκτησίας και συνεπώς της εκτάσεως των σχετικών δικαιωμάτων.
Πολύ πριν η υπόθεση των ιδιοκτησιακών αξιώσεων της Ι. Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους επί της λίμνης Βιστωνίδας του Νομού Ξάνθης γνωρίσει μία ευρύτατη δημοσιότητα το πιο πάνω νομικό ζήτημα εκδηλώθηκε με εμφατικό τρόπο ήδη από το έτος 1997 στα Δωδεκάνησα, στο αντιπροσωπευτικό από πολλές πλευρές παράδειγμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ι. Μονής Πάτμου.
Από μία πρώτη προσέγγιση, θα ανέμενε κανείς ότι τα σύνθετα από τη φύση τους νομικά προβλήματα, που άπτονται του καθεστώτος της εκκλησιαστικής περιουσίας στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, θα παρίσταντο ακόμη πιο περίπλοκα ειδικά στην περίπτωση των Δωδεκανήσων, δεδομένου ότι η γεωγραφική τους περιφέρεια γνώρισε επιπλέον την εφαρμογή και του ιταλικού δικαίου (1912-1947), πέραν των προηγούμενων διαφορετικών νομικών συστημάτων τα οποία ίσχυσαν διαδοχικά στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο (βυζαντινορρωμαϊκό, ενετικό και οθωμανικό) και υπό το κράτος των οποίων σχηματίσθηκε, στο πέρασμα των αιώνων, η σημερινή εκκλησιαστική περιουσία.
Η αλήθεια είναι ότι στα Δωδεκάνησα τα όποια προβλήματα που παρατηρούνται στην υπόλοιπη επικράτεια, είναι αισθητά μικρότερα, διότι ο πρωτοποριακός, για τα ελληνικά μέτρα της εποχής, ιταλικός Κτηματολογικός Κανονισμός της Δωδεκανήσου, καθιέρωσε ένα τοπικής ισχύος ειδικό εμπράγματο δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου, όπου πρόλαβαν να εφαρμοσθούν, οδήγησαν μετά από νομολογιακή τους επεξεργασία, στην εμπέδωση μίας αρκούντως διαυγέστερης, σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, κτηματολογικής πραγματικότητας.
Για τον ίδιο λόγο, ωστόσο, δεν λείπουν και από τα Δωδεκάνησα τα ανοικτά και ακανθώδη κτηματολογικά ζητήματα περί την εκκλησιαστική περιουσία, που εντοπίζονται κυρίως σε νησιά ή περιοχές νησιών όπου δεν εφαρμόσθηκε το σύστημα των κτηματικών βιβλίων του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου.
Ειδικά για τα Δωδεκάνησα είναι ανάγκη να ληφθεί υπόψη κατά την προσέγγιση του όλου θέματος το τοπικό εκκλησιαστικό καθεστώς τους, ενόψει του γεγονότος ότι τελούν υπό την πλήρη νομοκανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διαφέροντας σε σημαντικό βαθμό από τις εκκλησιαστικές δικαιοταξίες της υπόλοιπης χώρας. Κατ’ αποτέλεσμα, ελάχιστες διατάξεις του εκκλησιαστικού δικαίου – περιουσιακού ή μη - της υπόλοιπης χώρας έχουν από το 1948 και μετά επεκταθεί ρητά εδώ. Τα προκύπτοντα για το λόγο αυτό κενά δικαίου, έχουν διαχρονικά προκαλέσει σειρά ερμηνευτικών διχογνωμιών, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.