Γράφει ο Θωμάς Γαβριηλίδης
Ήταν τότε που υπηρετούσα ως φιλόλογος καθηγητής στο Β΄ Λύκειο Αρρένων Βεροίας, που στεγαζόταν με εναλλασσόμενο πρόγραμμα (πρωί-απόγευμα) στο νεοκλασικό κτίριο του «πάλαι ποτέ» «Ελληνικού Γυμνασίου Βεροίας» των χρόνων της Οθωμανοκρατίας, μαζί με το Α΄ Λύκειο Αρρένων Βεροίας.
Όταν ήμασταν απογευματινοί κάποιες φορές, μετά το σχόλασμα, μερικοί συνάδελφοι πηγαίναμε για κανένα τσιπουράκι ώστε να γυρίσουμε κεφάτοι στα σπίτια μας, αφήνοντας στον πάτο του ποτηριού κάθε στενοχώρια καινούργια.
Μετά το πρώτο ευλογημένο ποτηράκι λύνονταν οι γλώσσες κι άνοιγαν οι καρδιές.
-Ήταν ατυχία η μετάθεση του Διευθυντή μας είπε αναστενάζοντας κάποια μέρα ο εκ Βορείας Ηπείρου καταγόμενος συνάδελφός μας. Είχε τον τρόπο του να σε παρατηρεί χωρίς να σε πληγώνει. Ήταν βλέπεις γόνος οικογένειας εκπαιδευτικών, δεν ήταν νεόπλουτος σαν τον άλλον…
-Δε βαριέσαι, είναι να μην το έχει η κούτρα του κάποιου να κατεβάζει ψείρες, απάντησε στον Ηπειρώτη για να τον ανακουφίσει κάπως ο εκ Πελοποννήσου ευγλωττότατος συνάδελφός μας. Απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι, κάτι ξέρει ο λαός μας που το λέει. Εμένα ο πατέρας μου ήταν γύφτος. Το σιδεράδικό μας βρισκόταν στην πλατεία του χωριού μας. Όλοι οι κασμάδες, τα τσαπιά, τα δικέλια και τα δρεπάνια της περιοχής μας ήταν έργα των χεριών του πατέρα μου, του γύφτου του Νίδα, του χρυσοχέρη του Λεωνίδα.
Αλλά δεν ήταν μόνο ο καλύτερος σιδεράς ήταν και ο πιο ξακουστός οργανοπαίχτης, βιολιτζής. Όπου γάμος και πανηγύρι ο γύφτος ο Νίδας ήταν βασιλιάς, κι ας ζωγράφιζε ένα σταυρό για υπογραφή, τη τζίφρα του.
Και όλων των υπόλοιπων συναδέλφων οι γονείς, όπως φάνηκε από τις αναφορές τους στη συνέχεια, ήταν ολιγογράμματοι ή εντελώς αγράμματοι, και όλων των γονιών ο καημός ήταν ίδιος, να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα, να μη μείνουν σαν κι αυτούς «ξύλα απελέκητα».
Μόνο εσύ, κύριε προγραμματιστή, δεν μας ανέφερες τί γράμματα εκάτεχε ο πατέρας σου είπε στο τέλος ο προλαλήσας εκ Πελοποννήσου συνάδελφος στον επί των προγραμμάτων, που έπινε το τσιπουράκι του σιωπηλός και βυθισμένος στους στοχασμούς του.
Ε, και να ήξερες, αγαπητέ μου συνάδελφε, τί μου θύμισες, όταν πριν από λίγο μίλησες με τόση πολλή αγάπη για τον σιδερά-βιολιτζή πατέρα σου αποκαλώντας τον με περισσό καμάρι γύφτο.
Και στο δικό μου θρακιώτικο χωριό είχαμε έναν ξακουστό σιδερά-βιολιτζή, τον Ράντο, τον Αμάραντο με το όνομα, καλό οικογενειάρχη, που είχε και τρεις κόρες.
Όλοι οι συγχωριανοί μας έπιναν νερό στ’ όνομά του, επειδή όλα, τα καλλίτερα, γεωργικά τους εργαλεία ήταν έργα των χεριών του, αλλά και επειδή ήταν πάντα στο πλευρό τους και στις χαρές και στις λύπες τους. Το βιολί του έσταζε μέλι και βάλσαμο, ώσπου μια μέρα χάθηκε από προσώπου της γης.
Σ’ έναν γάμο, κάποιος συντοπίτης σου, Πελοποννήσιος γαμπρός στη Θράκη, χωρίς να το θέλει ο δόλιος μας έκανε το μεγαλύτερο κακό που μπορούσε να μας κάνει. Πάνω στα κέφια του, αφού είχε κατεβάσει κάμποσα ποτήρια μπρούσικου, κόλλησε σαλιώνοντάς το ένα χιλιάρικο στο μέτωπο του Ράντου λέγοντας «γεια σου, αθάνατε γύφτο, ποτέ να μην πεθάνεις!».
Τον άκουσαν όλοι όσοι συμμετείχαν στη χαρά και φαρμακώθηκαν. Τον άκουσαν και οι τρεις κόρες του Ράντου κι έπεσαν από τα σύννεφα. Παρακαλούσαν βουβά να ανοίξει η γη και να τις καταπιεί, ώσπου πριν να τελειώσει καλά-καλά ο γάμος, πήραν άρον-άρον τον πατέρα τους στο σπίτι, μαντάλωσαν την εξώπορτα και του είπαν και οι τρεις με μια φωνή «πατέρα το βιολί τέλος! Αν δε θέλεις να μείνουμε στο ράφι, δεν θα ξαναφανείς ούτε σε γάμο ούτε σε πανηγύρι».
Τι κι αν όλο το χωριό τον παρακαλούσε, τι κι αν όλοι έσκυβαν και του φιλούσαν τα χέρια, ο Ράντος ήταν ανένδοτος. Δημόσια βιολί δεν ξανάπαιξε. Αλλά κάποιοι γείτονές του, που τα σπίτια τους ήταν κολλητά με το δικό του, άκουγαν μέσα στ’ άκραχτα μεσάνυχτα έναν απόκοσμο ήχο βιολιού να βγαίνει από τα έγκατα της γης και έλεγαν με όρκο πως ήταν ο Ράντος, που, όταν πλάνταζεν η ψυχή του, κατέβαινε και κλεινόταν στο εφτασφράγιστο κελάρι του κι έπαιζε εκεί ολομόναχος το βιολί του, ώρες ατέλειωτες, για να μερέψει τον ανημέρωτο καημό του.
Υ.Γ.
1. Οι τόποι και τα πρόσωπα δεν έχουν καμιά σχέση με το συμβάν.
2. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, ο σιδεράς αποκαλείται «γύφτος», χωρίς αυτή η προσωνυμία να έχει καμία ρατσιστική ή ταπεινωτική απόχρωση