Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Βασική παράμετρος των σχέσεων Κράτους και θρησκευμάτων αποτελεί το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Παρότι βέβαια η κατοχύρωση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας είναι μάλλον εύκολη και ανώδυνη, όταν απλώς προβλέπεται και περιγράφεται στις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος (άρθρ. 13) ή αποτελεί αντικείμενο διακηρύξεως άλλων θεσμικών κειμένων, είτε διεθνούς είτε εσωτερικής προελεύσεως, η καθημερινή ωστόσο πρακτική αποδεικνύει ότι η ολοκληρωμένη και ισόρροπη εφαρμογή του εν λόγω δικαιώματος προσκρούει συχνά σε πολύμορφες δυσχέρειες, οι οποίες θέτουν σε δοκιμασία τη συνταγματική νομιμότητα, αποκαλύπτοντας ωστόσο και την αληθινή ποιότητά της.
Έχει πλέον διαπιστωθεί, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, ότι η τρέχουσα νομική πράξη συναντά τα πλέον πολύπλοκα προβλήματα κατά την ειδικότερα εφαρμογή του δικαιώματος της θρησκευτικής ισότητας, το οποίο για το λόγο αυτό συνιστά τη μορφή εκείνη της θρησκευτικής ελευθερίας που δημιουργεί και τις εντονότερες αμφισβητήσεις.
Ως εκ τούτου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά η έρευνα περί της εφαρμογής του δικαιώματος της φορολογικής και θρησκευτικής ισότητας ειδικώς στα πλαίσια της κρατικής φορολογικής πολιτικής έναντι του συνόλου των θρησκευμάτων. Το ζήτημα αυτό αποκτά επιπρόσθετο ειδικό βάρος, αν ληφθεί υπόψη ότι η επιβολή φορολογίας, ως εκδήλωση της κυριαρχικής εξουσίας του Κράτους (στο οποίο μάλιστα το Σύνταγμα αναγνωρίζει ευρεία ευχέρεια χαράξεως της σχετικής πολιτικής), αποκαλύπτει σε ορισμένες περιπτώσεις μια αξιολογική προδιάθεση (ιδεολογικής, πολιτικής ή άλλης μορφής) του φορολογικού νομοθέτη, που εκδηλώνεται μέσω της προνομιακής χορηγήσεως απαλλαγών, κατά παράβαση των συνταγματικών επιταγών περί ισότητας. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η (ολική ή μερική, κατά περίπτωση) πολιτική φοροαπαλλαγής των θρησκευμάτων από το Κράτος συνιστά έμμεση οικονομική τους ενίσχυση, η οποία, για τους ίδιους λόγους συνταγματικής νομιμότητας, πρέπει να τηρείται με ισότιμο και όχι επιλεκτικό τρόπο.
Ένα επιπλέον ζήτημα, αφορά στο εάν αυτή η πολιτική φορολογικών απαλλαγών των θρησκευμάτων πρέπει να θεωρείται δεδομένη, υπό ποιες προϋποθέσεις αλλά και σε ποιο βαθμό. Και τούτο διότι οι φόροι τους οποίους, λόγω της χορηγήσεως παντοειδών απαλλαγών, δεν εισπράττει το Κράτος, βεβαίως δεν χαρίζονται αλλά μετακυλίονται στους υπόλοιπους φορολογούμενους.
Η Ελληνική Πολιτεία υποχρεούται να τηρεί προς όλες τις γνωστές θρησκείες της επικράτειάς της φορολογική πολιτική ίσης μεταχειρίσεως. Αυτό επιβάλλεται, τόσο από τις διατάξεις των άρθρων 4 § 5 (αρχή της ισότητας στην κατανομή των δημοσιονομικών βαρών) και 13 § 1, εδ. β΄ (δικαίωμα της θρησκευτικής ισότητας) του ισχύοντος Συντάγματος, όσο και από τις σχετικές διατάξεις των δεσμευτικών για την Ελλάδα διεθνών συμβάσεων. Ως κυριότερη από αυτές θεωρείται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση «για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών» (ΕΣΔΑ, Ρώμη 1950), της οποίας το άρθρ. 14 ορίζει την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών της Σύμβασης ανεξαρτήτως των πάσης φύσεως φυλετικών, θρησκευτικών ή άλλων διακρίσεων, ενώ το άρθρ. 9 προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία και τη θρησκευτική ισότητα.
Από το σύνολο των επιμέρους δικαιωμάτων, τα οποία απορρέουν από το γενικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, εκείνο που αποδεικνύεται ως το δυσχερέστερο στην εφαρμογή του είναι το δικαίωμα της θρησκευτικής ισότητας.
Ως πεδίο αυξημένων τριβών, κατά την εφαρμογή της θρησκευτικής ισότητας, αποδεικνύεται αυτό της φορολογικής μεταχειρίσεως των θρησκευμάτων. Η άσκηση της φορολογικής πολιτικής προς τα θρησκεύματα συχνά μπορεί να θεωρηθεί, ιδίως όταν επικαλείται με επιλεκτικό τρόπο την πνευματική τους προσφορά, λησμονώντας ότι η φορολογική πολιτική οφείλει να εκλαμβάνει τις θρησκείες ως οικονομικά - φορολογικά υποκείμενα και όχι ως πνευματικούς οργανισμούς.
Αν η επιβολή βαρύτερης ή ελαφρύτερης φορολογίας, καθώς και η απονομή σχετικής απαλλαγής, δεν αποτελεί μόνον εκπλήρωση της (ταμιευτικού ή αναδιανεμητικού χαρακτήρα) φορολογικής λειτουργίας του κράτους, αλλά συνιστά επί πλέον οικονομική ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση των φορολογουμένων (καθορίζοντας έμμεσα και σε βάθος χρόνου την κοινωνική θέση και επιρροή τους), τότε η κατά επιλεκτικό τρόπο απαλλαγή ορισμένων μόνον θρησκευτικών νομικών προσώπων, κατ’ αποκλεισμό άλλων, συνιστά έμμεση οικονομική ενίσχυση των πρώτων η οποία, επειδή δεν τηρείται με ισότιμο τρόπο, αντιβαίνει ευθέως στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Η επίτευξη της απόλυτης εφαρμογής της αρχής της ισότητας σε κάθε περιοχή της έννομης τάξης δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ουτοπική, επιβάλλεται ωστόσο η συνεχής προσαρμογή, βελτίωση και εξειδίκευση της φορολογικής νομοθεσίας και διοικητικής πρακτικής, αλλά και η δικαιοκρατική τους νομολογιακή εφαρμογή, ώστε η επίτευξη της φορολογικής δικαιοσύνης και ο σύστοιχος με αυτήν περιορισμός των όποιων ανισοτήτων να αποτελούν στόχο διαρκούς επιδιώξεως. Για την υλοποίησή του, τυχόν ειδικά φορολογικά προνόμια ή απαλλαγές υπέρ ορισμένης και μόνον θρησκείας και όχι υπέρ όλων των γνωστών θρησκειών, επειδή έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., πρέπει να επεκτείνονται σε κάθε γνωστή θρησκεία της ελληνικής επικράτειας
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ