Της Δέσποινας Παπαγιαννούλη
Με ένα τολμηρό, θεατρικό εγχείρημα άνοιξε η αυλαία, στη σκηνή
της Αντωνιάδειου Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών
της πόλης μας, που τελευταία φιλοξενεί μεγάλες και δυνατές παραστάσεις.
Πρόκειται για τη φιλοξενία της ασίγαστης και πολυτάλαντης βεροιώτισσας συναδέλφου-
εκπαιδευτικού, Ναυσικάς Στάθη και του δραστήριου Όμίλου Φίλων Θεάτρου και Τεχνών.
Στην προσπάθειά της να σκηνοθετήσει ένα από τα πιο σημαντικά
έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, τη Μις
Τζούλια του μεγάλου σουηδού θεατρικού συγγραφέα Αύγουστου Στρίντμπεργκ, η
Ναυσικά ανέβασε τον πήχη ψηλά και τον πέρασε θεαματικά τραβώντας μαζί της και
όλους τους συντελεστές της παράστασης.
Η δεσποινίς Τζούλια είναι ένα από τα πασίγνωστα έργα
του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, ενός από τους πιο δυνατούς εκπροσώπους του
θεάτρου του συμβολισμού και του λόγου, που άφησε πίσω του δυνατούς διαδόχους
της θεατρικής γραφής. Μαζί με τον άλλο μεγάλο της σκανδιναβικής σχολής, το Νορβηγό
Ερρίκο Ίψεν και το μεγάλο πατέρα του σύγχρονου θεάτρου, το Ρώσο Άντον Τσέχωφ,
άλλαξαν τη μορφή του παραδοσιακού δράματος φθάνοντάς το μέχρι και το σύγχρονο
δράμα της ποιητικής των εσωτερικών διαλόγων μέσα από το θέατρο του λόγου του
Μπέκετ, του Ζενέ, του Μπέρνχαρτ και τόσων άλλων μεγάλων της σύγχρονης
δραματουργίας.
Το θεατρικό κείμενο της Μις
Ζυλί, κατ’άλλους, γράφτηκε το 1888 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το
1904. Σε αυτό το έργο βλέπουμε ότι οι πράξεις έχουν καταργηθεί και ως εκ
τούτου, η δράση γίνεται εκρηκτική συμπυκνώνοντας την εξέλιξή της σε μία πράξη και διατηρώντας
την ενότητα χώρου και χρόνου.
Η ιστορία ξετυλίγεται στη Νύχτα του μεσοκαλόκαιρου, της μικρότερης νύχτας του χρόνου, νύχτα γιορτινή όπου κυριαρχούν το ποτό, ο αισθησιασμός, τα πιο χαλαρά ήθη. Σην κουζίνα όπου βρίσκεται στο υπόγειο του αρχοντικού του κόμη, οι υπηρέτες γιορτάζουν κι αυτοί. Όλα μοιάζουν απλά και κοινότυπα, στο ξεκίνημα, ώσπου καταφθάνει η Τζούλια (Δέσποινα Γιάγκογλου), η νεαρή και ατίθαση κόρη του κόμη, με τις ελευθεριάζουσες αντιλήψεις και την αγορίστικη συμπεριφορά. Με το βάρος ενός πρόσφατου, αποτυχημένου αρραβώνα με κάποιο δικηγόρο που πιστεύει στην ισότητα των ανθρώπων-κι εδώ ο Στρίντμπεργκ κάνει την αντίθεση στην ταξική διάσταση του έργου του δίνοντας το στίγμα των μαρξιστικών ιδεών που εκκολάπτονται από τη νεολαία της εποχής-η Τζούλια κατεβαίνει στην κουζίνα με τους υπηρέτες, σε μια ακραία και ολισθηρή πορεία. Ο Ζαν (Σπύρος Καραγιάννης) είναι, ήδη, λογοδοσμένος με την Κριστίν (Κατερίνα Σαμαρτσίδου), την υπηρέτρια, που είναι το τρίτο πρόσωπο στο έργο του Στρίντμπεργκ και που λειτουργεί σαν το κοινωνικοθρησκευτικό σημείο αναφοράς της γυναίκας της εποχής.
Ο Στρίντμπεργκ αποτυπώνει, εδώ, μια ρηξικέλευθη προσωπικότητα, τη δεσποινίδα
Τζούλια, που κουβαλάει μια, βαθιά, τραυματική παιδική ηλικία, εφόσον είναι
μεγαλωμένη σαν άντρας, μια θεατρική περσόνα πολύ κοντά στην αυτοκαταστροφική Έντα
Γκάμπλερ του Ίψεν. Η Τζούλια, λοιπόν, είναι η ενσάρκωση της καταστροφικής πάλης
των δύο φύλων που μέσα από κοινωνικοθρησκευτικές προεκτάσεις εστιάζει, κυρίως,
στα υπαρξιακά ερωτήματα που απασχολούν το άτομο «διά βίου».
Η παράσταση ξεκινάει με την Κριστίν να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας του κόμη, σα μια σκιά. Μια γυναίκα παγιδευμένη στον άχαρο ρόλο της υπηρέτριας που αναλώνει τη ζωή της στο να περιμένει να την παντρευτεί ο Ζαν και στο να ικανοποιήσει την επιθυμία της για ευτυχία επενδύοντας στη θρησκεία και στο απόφθεγμα της «Επί του Όρους Ομιλίας: «Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι».
Στη συνέχεια, εμφανίζεται ο Ζαν,
το απόλυτο αρσενικό, πρόγονος του Κοβάλσκι από «Το Λεωφορείο ο Πόθος» του
Τέννεσι Ουίλιαμς, απότομος και χωρίς τον ελάχιστο ενδοιασμό, προκειμένου να
αντιστρέψει το ρόλο του υπηρέτη και να γίνει αφεντικό, σ’αυτή τη ζωή, πατώντας επί πτωμάτων!
Τέλος, κάνει τη σαρωτική είσοδό
της στην κουζίνα του σπιτιού η Τζούλια κι
όταν μένουν μόνοι με το Ζαν ξεκινάει ένα παιχνίδι ερωτικής προσέγγισης που
ξεδιπλώνεται σταδιακά σε ένα κρεσέντο εσωτερικών συγκρούσεων, καταλήγοντας στη
βίαιη ολοκλήρωση της σχέσης. Και μετά, έρχεται το παιχνίδι με τη φωτιά, η
μετωπική μάχη θέσεων και αντιθέσεων. Εδώ, το αποδίδει, πολύ ευρηματικά, η
σκηνοθέτης με την κυκλική κίνηση των ηρώων με τις καρέκλες που «κυνηγιούνται» γύρω
από το τραπέζι της κουζίνας. Μια κίνηση που έχει το συμβολισμό της κίνησης από
τους δείκτες του ρολογιού και του χρόνου που κυλάει αδυσώπητος. Κι όλα αυτά, μέσα
στον κατεξοχή εσωτερικό χώρο του σπιτιού, όπου τα αισθήματα θαλπωρής που
θάπρεπε να αναδύονται μετατρέπονται σε σκληρά
πάθη κι όπου η φυγή φαντάζει , προς στιγμή, σαν η μόνη διέξοδος. Όλο αυτό, κάτω
από την πένθιμη μουσική του Αλμπινόνι, την παγερή δολοφονία του σπίνου της Ζυλί από το Ζαν, την
ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, οδηγεί στην κορύφωση των εσωτερικών παθών και στην
απόλυτη συντριβή της ψυχικά διαταραγμένης Ζυλί που πληρώνει, αυτή μόνη, το
τίμημα της τάξης της και από θύτης γίνεται θύμα.
Μοιραία, έρχεται το τέλος σαν ένα
θεαματικό φινάλε, με το Ζαν, όλους τους Ζαν της γης, να καθοδηγεί, από το
μικρόφωνο «επί σκηνής», το φάντασμα της Ζυλί που στέκεται για λίγο μπροστά μας,
φωνάζοντας την πρόταση που θα
αποκαθιστούσε τη δυστυχία της κοινότητας των ανθρώπων κι όχι μόνο των έσχατων:
«Και οι πρώτοι έσονται έσχατοι». Είναι η αιτία της δυστυχίας της και της ζωής
που ποτέ δεν έζησε. Είναι αυτό που πάντα επιθυμούσε, τη δικαίωση και «των πρώτων», το γκρέμισμα των ανύπαρκτων τειχών που μας
χωρίζουν. Κατεβαίνει στο διάδρομο περπατώντας ανάμεσά μας στην πορεία προς την
αγχόνη. Έτσι η φωτιά που σιγοκαίει στη σκηνή έρχεται να δέσει με το παγερό του
τραγικού τέλους της Ζυλί, υπογραμμίζοντας την αρχή και το τέλος της ζωής που
δεν είναι παρά μια τεράστια αντίθεση.
Tο τραγούδι «Julia», της ροκ
μπάντας, Pavlov’s dog, σφραγίζει την παράσταση που καταχειροκροτείται και που έχει αρθρώσει
μέχρι κεραίας την πανανθρώπινη πρόταση του Στρίντμπεργκ. Μια πρόταση υπέρ της
κοινωνίας των ανθρώπων, που δε διχάζει αλλά ενώνει. Ένα μεγάλο μπράβο, σε όλους
τους συντελεστές της παράστασης! Κατάφεραν να μας συγκινήσουν!