Γράφει η
Σοφία Πιστοφίδου - Τσόγκα
Καθηγήτρια Φιλόλογος
Ο κύριος Νικόλαος Ι. Καλλιγάς, αξιότιμος και σεβαστός συμπολίτης μας, συνέγραψε και δώρισε στους Βεροιείς ένα πανέμορφο «πλουσιώτατο» σε περιεχόμενο βιβλίο, με τίτλο «ΑΝΑΠΟΛΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΒΕΡΟΙΑΣ».
«Τα βιβλία είναι φάροι που φωτίζουν τα κύματα του χρόνου»
Ένας «παράδεισος» ξανοίγεται μπροστά στα κρυφοδακρυσμένα από συγκίνηση μάτια μας, καθώς μέσα από τις ολάνοιχτες πύλες του βλέπουμε πρόσωπα πολλά, που γίνονται πλήθος και συνωστίζονται στους κήπους της μνήμης και της καρδιάς μας διεκδικώντας μια καλή θέση, για να βλέπουν όλα όσα γίνονται και να ακούν όσα λέγονται, για να αγγίξουν όλα τα λεπτεπίλεπτα και όμορφα, για να μυρίσουν τις ευωδιές, για να «γευτούν τις νοστιμιές», όλα πλούτη, που ξεχύνονται σαν από το «κέρας της Αμαλθείας» μέσα από το βιβλίο.
«Οι αναμνήσεις είναι η βακτηρία του γήρατος»
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου παρουσιάζεται σύντομο και «χαμηλόφωνο» το βιογραφικό του συγγραφέως. «Ο Νικόλαος Καλλιγάς του Ιωάννη γεννήθηκε στη Βέροια το 1928 από Μικρασιάτες γονείς. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο κέντρο της Βέροιας, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα εφηβικά του στο καλλιγαριό του πατέρα του στην οδό Ιπποκράτους, και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στην οδό Παναγή Τσαλδάρη. Άνθρωπος της αγοράς, ζούσε καθημερινά τον παλμό της με τους επαγγελματίες και τους ανθρώπους του μόχθου. Αποτύπωσε στην μνήμη του χαρακτήρες και γεγονότα της εποχής του, και συνταξιούχος πλέον τα κατέγραψε…»
Ένα πολυσέλιδο βιβλίο -296 σελίδες- καλαίσθητο, με όλην την τυπική τάξη μιας φροντισμένης εκδόσεως, με περιεκτικό στην λιτότητά του εισαγωγικό σημείωμα του εκδότη, αξιοτίμου κυρίου Γεράσιμου Καλλιγά, με Πίνακα Περιεχομένων, με Παραρτήματα, Ευρετήριο ονομάτων, Κριτική και Φωτογραφικά αρχεία, και βεβαιότατα ένα Πανόραμα πάμπολλων φωτογραφιών, που γεμίζουν φως και νοσταλγία την ψυχή των αναγνωστών, λειτουργεί ως τιμητική αναφορά στα πρόσωπα που περιλαμβάνονται, και για τους εκλιπόντες ως σεπτό Μνημόσυνο!
Η φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίου αποτελεί «υπότιτλη» περίληψη του περιεχομένου. Οδός Κοντογεωργάκη, 1916, Καλδερίμι, μπουντουβάγια, δίπατα σπίτια και κάποια χαμηλότερα, σαχνισιά και πολλά μεγάλα παράθυρα, καπνοδόχοι, νεροκουβάλημα με «γκιούμια» από τις μικρούλες, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου και σήμερα…
Νοσταλγός ο κύριος Καλλιγάς, γυρίζει στα παλαιά και ενθυμείται μορφές, γεγονότα, καταστάσεις, «πεπραγμένα». Και τα ανασκαλεύει με το «άροτρο» του «αναπολώ», τον γραπτό πια λόγο του, αναστρέφει το στρωμένο και πατημένο υλικό, το «αφρατεύει», το αναγυρίζει, και φέρνει στην επιφάνεια σωρευμένους θησαυρούς της δικής του μνήμης, που ευτυχώς! στο σύνολό τους ή «εν μέρει» αποτελούν τον νοσταλγικό θησαυρό και άλλων συμπολιτών, που απλά δεν σκέφθηκαν να τον ανασκαλέψουν και να τον φανερώσουν. Μας υπόσχεται ο συγγραφεύς, πως θα μας περάσει μπροστά από όλες τις προθήκες και θα μας αποκαλύψει κρυμμένες και «φανερές» ομορφιές «στους δρόμους της παλαιάς Βέροιας».
«Η μνήμη είναι το ημερολόγιο της ζωής»
Ανάλαφρη, ολάσπρη πασπάλη τυλίγει, στοργικά, απαλά, με διάφανη τρυφερότητα όλον τον κόσμο που κινείται στο κέντρο της πόλεως και του βιβλίου, πότε καλυμμένος μέσα στο χοντρό πανωφόρι του εργάτη, πότε ανάμεσα σε ακριβά ρούχα του άρχοντα, και στις δίπλες πολυτελούς φορέματος αρχόντισσας, και πολύ, πάρα πολύ συχνά, σε φτωχικά, πολυφορεμένα ενδύματα. Μια άχνη, ολάσπρη και αυτή και διάφανη, γλυκαίνει ελαφρά, σαν τον «καφέ με ολίγη!», διακριτικά, τον κάματο, τον φόρτο, την σκληράδα της καθημερινής μέριμνας και παρηγορεί τον βιοπαλαιστή, τον σημερινό, μέσα από τις αναμνήσεις ενός νοσταλγού αναδρομάρη, ευαίσθητου, συνάμα και πρακτικού και εξόχως χαριτολόγου.
Πατίνα χρόνου, ευγενικά, προσεχτικά επικαλύπτει πρόσωπα, χώρους, καταστάσεις, οικήματα, γεγονότα, που κρύβονται στις γωνίτσες τους ξεχασμένα, όλα μυρωμένα από ξεραμένα καρυδόφυλλα της Αγίας Πεντηκοστής, δάφνες των Βαΐων και μοσχολούλουδα του Επιταφίου, πολυκαιρισμένα κλαδάκια λεβάντας, καλοτυλιγμένα στην ημεράδα του γήρατος, που ήσυχο πια, χωρίς αντάρες και φουρτούνες αισθήσεων και αισθημάτων, αναμετρά τα «κέρδη και ζημίες» μιας ολάκερης ζωής, σε όσους βέβαια ο Θεός χάρισε «ολάκερη ζωή».
«Οι καλές αναμνήσεις είναι το θείο βάλσαμο των σημερινών μας θλίψεων»
Στο «τζαμικιάν», στην επίσημη αίθουσα, μας υποδέχεται ο αφηγητής με την χάρη του λόγου του, πηγαίου, αυθόρμητου, απλού, κατανοητού –βασικό αυτό-, ανεπιτήδευτου, που ακόμη και στα «άκομψα» στιγμιότυπα προσφέρει μια χαριτωμένη φυσικότητα, σαν «πειραχτήρι μαθητούδι», ώστε αβίαστα «εκμαιεύει» το χαμόγελο. Και μετά, αναβλύζει και το γέλιο, χαμηλόφωνο, μικρό, ζωογόνο, και ποτίζει τις ψυχές σαν το δροσερό νερό στις παλιές κρήνες της Βέροιας.
«Μαρμαρένια μου βρυσούλα,
Ωχ! αμανέ και αϊμάν, αϊμάν,
Πώς βαστάς κρυγιό νιρό;»
Διαδρομές «αισθηματικές» φέρνουν στον νου εικόνες ζωής ήμερης, φτωχής για τους περισσότερους αλλά ειρηνικής για όλους. Όπου, οι νοικοκυραίοι, ύστερα από τον κάματο της εβδομάδας, Κυριακή πρωινό, μετά την Εκκλησία, ντυμένοι τα «καλά» τους, κινούν για έναν περίπατο στο «Ρολόι» ίσως και στην «Ελιά», ή στην «Αγιανάργυρη», οικογενειακώς!
Ρεμβασμός σε χρυσαφί, σε χρυσωμένο φόντο, και σύνθεση μουσικής με χρώμα και άρωμα βιολέττας, μας λικνίζουν πάνω στα κυματάκια του πονετικού Χρόνου, που μας δίνει κάποιο ακόμα περιθώριο για περιήγηση, ανάμεσα σε δρομάκια και μονοπάτια, σε πλαταιΐτσες και ανηφορίτσες και σκαλοπατάκια, όπου μας οδηγεί ο συγγραφεύς.
«Σύντας μί παρ’ η λουγισμός κι τής καρδιάς μου η λαύρα
πάνου να βρώ του μπου’ ιατζή να φουριθώ ‘ς τά μαύρα»
Κλείνουμε τα «μπερντεδάκια» των παλαιών αισθημάτων, αποθέτουμε προσεχτικά το λευκοκεντημένο δαντελωτό πετσετάκι με την άχνη του «κουραμπιέ» που κεραστήκαμε από την Βεροιώτισσα Μνήμη, και «αποτιμούμε» τα «κέρδη» από την αναπόληση «στους παλαιούς δρόμους της Βέροιας».
Αναπολώντας!
«Είναι άριστο βιβλίο εκείνο,
το οποίο ανοίγουμε με λαχτάρα
και κλείνουμε με κέρδος» Σαίξπηρ
Ήθος ακέραιο, απαράμιλλο «διασχίζει» όλην την συγγραφή, δίνοντας την πρέπουσα σοβαρότητα και βαρύτητα στα γραφόμενα. Ύφος γλαφυρό περιβάλλει όλες τις περιγραφές, τις διανθισμένες με γοητευτικές λεπτομέρειες, οι οποίες συμπληρώνουν την εικόνα του συγγραφέως, στον οποίο ο αναγνώστης του βιβλίου αναγνωρίζει χαρίσματα ενός Αρχιτέκτονα και Τοπογράφου, ενός Γεωγράφου και Περιηγητή, ενός Ιστορικού Τέχνης και Αρχαιολόγου, ενός Γλωσσολόγου, ενός Καλλιτέχνη και προπάντων ενός άφθαστου Λαογράφου και Ιστοριογράφου.
Η ευστοχία των παρατηρήσεων, η θυμοσοφία του ανδρός και η σταθερή θέση του απέναντι σε αξίες και κανόνες ζωής προσδίδουν στην συγγραφή ιδιαίτερη χάρη. Όλη η συγγραφή ξεχειλίζει από μια αισιόδοξη συμπάθεια προς όλους και για όλα. Ιδιαίτερη αγάπη υπογραμμίζεται προς την πατρίδα, απέναντι στην οποία πρέπει να ενεργούμε με σύνεση. Και στους συνανθρώπους μας να φερόμεθα με ευγένεια, διακριτικότητα, ανεκτικότητα και φιλανθρωπία.
Θεωρούμε πως ο συγγραφεύς έχει το «δικαίωμα» της παραινέσεως, δια μέσου του κειμένου, καθώς στη ζωή του είδε και άκουσε και γνώρισε πολλά, ως ο Οδυσσεύς του Ομήρου, σε αντίστροφη όμως πορεία, καθώς δεν περιπλανήθηκε ο ίδιος σε «πολλών ανθρώπων άστεα» αλλά οι πολλοί πέρασαν από την πόλη του και κινήθηκαν στην αγορά της, ώστε έτσι και τους γνώρισε.
«πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω»
Ο κύριος Καλλιγάς μας πέρασε περιηγητικά, «τουριστικά», από χάνια, μπακιρτζήδικα, πεταλωτήρια, καφενεία, ταβερνάκια, ψαράδικα, μανάβικα, φούρνους, ξενοδοχεία, διοικητήρια, δικηγορικά, ραφτάδικα, κουρεία, φυλακές, ζαχαροπλαστεία, εκκλησιές, νοικοκυριά απλά, και αρχοντικά, πλατείες και στενά, μύλους και χωράφια, ιατρεία, μπαχτσέδες, κήπους, στέκια και σχολεία. Μας ξενάγησε πάνω σε κάρα, στα σαμάρια, στα τρακτέρ, στα τρίκυκλα, σε αυτοκίνητα και ποδήλατα, και «με τα πόδια», και μας «κέρασε» σουβλάκι και παγωτό, στους δρόμους της παλαιάς Βέροιας.
Δόξα σοι, ο Θεός! Όλα μια ευλογία!
Ευχαριστούμε και συγχαίρουμε τον κύριο Νικόλαο Ι. Καλλιγά για το έργο του, εμφανέστατα, αποτέλεσμα επίπονης, επίμονης και πολύχρονης διεργασίας, και τον ευγνωμονούμε. Ανταποδίδουμε ευχόμενοι υγεία και χαρά στον ίδιο και στους οικείους του.
Ευχαριστούμε επίσης, ευγνωμόνως, και τον εκδότη του βιβλίου κύριο Γεράσιμο Γ. Καλλιγά και συγχαίρουμε για την εξαιρετική έκδοση. Ευχόμεθα υγεία και ευόδωση σε κάθε εργασία του.