Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Ξεχωριστή τάξη πιστών στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, συγκροτούν οι μοναχοί και οι μοναχές της, οι οποίοι τάχθηκαν να υπηρετούν ειδικά το ιδιόμορφο φαινόμενο του ασκητισμού: πρόκειται για τον ιδιότυπο εκείνο τρόπο βίου, που έχει ως απώτατο στόχο την επίτευξη της ψυχικής τελειότητας, μέσα από τον περιορισμό των φυσικών ορμών και των ανθρώπινων παθών. Η λειτουργία οργανωμένων μοναστικών κοινοβίων αποτελούν εξαιρετικά συχνό θεσμικό φαινόμενο εδώ και πολλούς αιώνες, τόσο στο χώρο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ανατολικής, όσο και της Καθολικής Δύσης.
@@Ads@@
Παραδοσιακά οι μονές οργανώνονταν και λειτουργούσαν κατά πολύ διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με τα υπόλοιπα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (ναούς και μητροπόλεις), ακριβώς διότι ο τρόπος ζωής των μοναχών ήταν αρκούντως διαφορετικός από εκείνον των λοιπών μελών της Εκκλησίας (κληρικών και λαϊκών).
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό των ορθόδοξων μοναχών και μοναζουσών, ήταν πάντοτε η συμβολική αλλά και στενή σύνδεση του μοναχικού τους σχήματος με τον ίδιο το θάνατο. Οι μοναχοί θεωρούνταν ως οι «τεθνεώτες κατά κόσμο», επειδή ακολουθούσαν έναν εντελώς ιδιογενή τρόπο ζωής, γεμάτο αυταπάρνηση και σκληρούς πνευματικούς αγώνες. Η «κουρά» - δηλαδή, η μυστηριακή εκείνη τελετή, με την οποία ένας λαϊκός απαρνείται τα εγκόσμια και εισάγεται στην τάξη των μεγαλόσχημων μοναχών ή μοναζουσών, αντίστοιχα - έχει πάντοτε χαρακτήρα συμβολικού θανάτου, συνδέοντας άρρηκτα τον μοναχό / μοναχή με την μονή της μετανοίας του / της, όπου και εκάρη, δίνοντας όρκους ισόβιας αφιερώσεως και διακονίας. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η ενδυμασία των μοναχών (πολύ όμως περισσότερο των μοναζουσών, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν κληρικοί και να υπηρετήσουν έξω από τη μονή) έχει πένθιμο χαρακτήρα, όπως όλοι γνωρίζουμε.
Η πλέον ξεκάθαρη απόδειξη ότι τα ανωτέρω αναφερόμενα δεν έχουν θεωρητικό, αλλά απτό και εφαρμοστέο πλήρως και σήμερα χαρακτήρα, βρίσκεται στο ισχύον δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο οι αστικές περιουσιακές (ιδίως κληρονομικές) συνέπειες της μοναχικής ιδιότητας, συνδέονται αναπόσπαστα με το γεγονός του συμβολικού δια της κουράς θανάτου του μοναχού. Στο πλαίσιο μίας απολύτως μοναδικής μορφής καθολικής διαδοχής, αφού απαντά αποκλειστικά και ειδικά και μόνον στο χώρο του Εκκλησιαστικού Δικαίου των μοναχών, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων τους περιέρχονται αυτοδίκαια στην οικεία αυτών Ιερά Μονή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας μοναχός κληρονομείται δύο φορές : την πρώτη κατά την κουρά του για την περιουσία δηλαδή που απέκτησε όσο ήταν λαϊκός και δεν μεταβίβασε σε συγγενικά ή τρίτα πρόσωπα πριν αποφασίσει να εισέλθει στην τάξη των μοναχών, η οποία και όπως προελέχθη αυτοδικαίως περιέρχεται στην Ιερά Μονή και τη δεύτερη με τον βιολογικό του θάνατο για την περιουσία δηλαδή που απέκτησε κατά τη διάρκεια του μοναχικού του βίου.
Εδώ λοιπόν το γεγονός της κουράς εξομοιώνεται, από πλευράς νομικών συνεπειών, με τον ίδιο το «θάνατο» ή την «αποβίωση» ενός φυσικού προσώπου, όπως ο όρος τούτος εκλαμβάνεται από το κοινό κληρονομικό δίκαιο.
Κάθε κανονικός και νόμιμος μοναχός και μοναχή, πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στο «Βιβλίο Μοναχολογίου» της Μονής όπου μέχρι το θάνατό του οφείλει να εγκαταβιώσει. Πρόκειται για το επίσημο μητρώο των μελών της μοναχικής αδελφότητας μιας ορισμένης μονής, στο οποίο με ευθύνη του Ηγουμε¬νοσυμβουλίου, εγγράφονται οι ανήκοντες στη δύναμη της μονής μοναχοί ή μοναχές και καταχωρίζονται το όνο¬μα, το επώνυμο, ο τόπος γέννησης, η ηλικία, η εποχή προ¬σελεύσεως στη μονή, η εποχή της κουράς και ο βαθμός του μοναχού. Το βιβλίο Μοναχολογίου τηρείται μόνον στην οικεία Μονή. Από καμία άλλη διάταξη δεν προβλέπεται η δυνατότητα τήρησης παράλληλου Μοναχολογίου και από τη Ιερά Μητρόπολη στην οποία οργανικά υπάγεται η Ιερά Μονή.
Με την κουρά του ο μοναχός ή η μοναχή, γίνεται ισοβίως μέλος της αδελφότητας, όχι οποιασδήποτε, αλλά της συγκεκριμένης μονής της μετανοίας του / της, εκτός αν συντρέξουν ειδικές προϋποθέσεις εκούσιας μετακινήσεώς του σε άλλη μονή, με την έκδοση «απολυτηρίου γράμματος»
Οι πιο πάνω λόγοι, εξηγούν και αποσαφηνίζουν το γιατί (ήδη από τη βυζαντινή περίοδο) διαμορφώθηκε το πάγιο εκκλησιαστικό και κανονικό έθιμο οι μοναχοί και οι μοναχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας να ενταφιάζονται όχι σε οποιοδήποτε τυχόν μέρος, αλλά εκ λόγων σεβασμού προς την ιδιότητά τους και την απορρέουσα εξ αυτής στενή σχέση τους με τη μονή της μετανοίας τους, σε ειδικό χώρο της τελευταίας, που καθιερώθηκε έκτοτε να ονομάζεται «μοναστηριακό κοιμητήριο». Το γεγονός αυτό δεν αποτελούσε παρά έκφραση της υπόσχεσης των μοναχών περί ισόβιας εγκαταβιώσεως εκεί και συνεπώς της άρρηκτης τοπικής – σωματικής συνδέσεως μεταξύ αμφοτέρων.
Έκτοτε, για τους μοναχούς οι μονές τους θα είναι και οι τάφοι τους, αφού δεν νοείται προσωπική και πνευματική τους σωτηρία έξω από τη μονή της μετανοίας τους. Η ταφή σε μονή πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη γιατί εκεί εξασφαλίζεται η αδιάλειπτη προσευχή για τη σωτηρία της ψυχής του ταφέντα και επιβεβαιώνεται η ελπίδα της εξιλέωσης και καταλλαγής με το Θεό.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ