Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Διαχρονικά το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα, όλως συνειδητά και αρκούντως στοχευμένα φρόντιζε να ανακοινώνει στο δρόμο προς τις κάλπες μία σειρά από δώρα και παροχές αποσκοπώντας στην ψήφο πολυπληθών κοινωνικών ομάδων, κατά προτίμηση από τα χαμηλότερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Και αυτό είναι απολύτως λογικό ενόψει του γεγονότος ότι αυτές οι κατηγορίες ψηφοφόρων είναι πιο ευάλωτες και ευκολοδιαχειρίσιμες.
Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, όταν αντιλαμβάνονταν ότι ο χρόνος στην κλεψύδρα τείνει να ολοκληρωθεί έβγαζαν από την φαρέτρα τους συνήθως δημοσιονομικής φύσεως υποσχέσεις, τις οποία περιέβαλαν με έξυπνα περιτυλίγματα επικοινωνιακού χαρακτήρα, που ηχούσαν εξαιρετικά ευχάριστα στα αυτιά των πολιτών. Έτσι γίναμε μάρτυρες της θεσμοθέτησης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, της διανομής του κοινωνικού μερίσματος σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, της προοπτικής μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών με συνδυαστική αύξηση του αφορολόγητου ορίου και ακόμη της διανομής του λεγόμενου υπερπλεονάσματος στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες σε συνδυασμό με την προκήρυξη θέσεων εργασίας για ολιγόμηνη απασχόληση ανέργων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και φυσικά της όλο και με διάφορες προφάσεις επανερχόμενης στην επικαιρότητα μείωσης ή κατάργησης του ΕΝΦΙΑ, που έχει χαραχτεί στο κοινωνικό υποσυνείδητο με τον δυσάρεστο όρο «χαράτσι».
Στο βωμό του μικροκομματικού οφέλους και της συνέχισης της νομής της εξουσίας έχει δυστυχώς κατ’ επανάληψη επιβεβαιωθεί στην πράξη ότι οι πολιτικοί αδιαφορούν πλήρως για τους όποιους κινδύνους εγκυμονεί η στρατηγική των παροχών. Άλλωστε, εκείνο που προτάσσουν και δείχνει κατά κυρίαρχο λόγο να τους απασχολεί είναι το πρόσκαιρο κέρδος και η με όποιο κόστος πολιτική επιβίωση, έστω και μέσω μιας διαχειρίσιμης ήττας που θα τους επιτρέψει να παραμείνουν στο προσκήνιο και να ανασυνταχθούν με αποκλειστική στόχευση την επιστροφή στην πρώτη θέση στις επόμενες εκλογές, τη διενέργεια των οποίων με επιμονή απαιτούν σχεδόν αμέσως μετά την ολοκλήρωση των προηγούμενων.
Στην πολιτική όμως έχει αποδειχτεί ότι συχνά η πραγματικότητα κάνει πλάκα με τα όνειρα των ηγετών. Προς επίρρωση αυτού οφείλουμε να καταγράψουμε ότι στη χώρα μας έχει ευχερώς αποτυπωθεί σε τουλάχιστον δύο διαφορετικές και απέχουσες μεταξύ τους χρονικά περιπτώσεις η αδιαφορία που επιδεικνύει ο κόσμος απέναντι στην αποδεδειγμένη υπερβολή, που ενίοτε προσεγγίζει τα όρια του εμπαιγμού. Έτσι, παραμονές των βουλευτικών εκλογών του 1981 ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης μοίραζε επιταγές στους αγρότες. Οι δικαιούχοι εμφανίζονταν ικανοποιημένοι, παραλάμβαναν τις επιταγές, εισέπρατταν το ποσό που τους αναλογούσε και λίγες ημέρες μετά προσήλθαν στις κάλπες δίνοντας στο ΠΑΣΟΚ μια άνετη αυτοδυναμία.
Ανάλογη συμπεριφορά επέδειξαν οι πολίτες και την άνοιξη του 2004 όταν η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να εξαγγείλει και να υλοποιήσει μέσω του Υπουργείου Οικονομικών ένα ευρύτατο πρόγραμμα παροχών. Αποτέλεσμα η ήττα και η μη επανεκλογή ως βουλευτή ούτε και του τότε Υπουργού Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκη.
Η ιστορία έχει το θράσος να επαναλαμβάνεται, ενίοτε ως φάρσα, σίγουρα όμως ως μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, την οποία παρότι οι πολιτικοί υποψιάζονται, εντούτοις πάντοτε κάνουν το λάθος να την παραβλέπουν και να τολμούν να νομίζουν ότι θα την ξεγελάσουν ή τουλάχιστον να την πείσουν να γραφτεί διαφορετικά.
Σε κάθε περίπτωση την τελική ευθύνη έχει ο ψηφοφόρος, στον οποίο το θυμικό κυριαρχεί της λογικής και αναγκαστικά καθορίζει την κρίση του.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ