Τον Ζόσεφ, τον γενναίο πυροσβέστη του 1917, θυμήθηκα τις προάλλες, καθώς με αμείωτο ενδιαφέρον παρακολουθούσα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη το ντοκιμαντέρ για την πυρκαγιά που έκαψε κάποτε τη μισή Θεσσαλονίκη.
Τον Ζόσεφ που μας μίλησε το βράδυ εκείνο για τη δράση του, τότε που ήταν πυροσβέστης και με τόλμη και ξεσυλογιασιά έμπαινε στα σπίτια που καίγονταν για να σώσει τους ανθρώπους που κινδύνευαν να καούν ζωντανοί.
Το θυμάμαι σαν χτες. Μόλις είχα τελειώσει το εργαστήριο της Ανατομικής (τότε δεν είχαν τα Πανεπιστήμια Σαββατοκύριακο) και βιαστικά πήρα το δρόμο για να προλάβω μια ώρα νωρίτερα το τραμ της γραμμής. Με περίμενε ο εξάδελφός μου στο μαγαζί του της οδού Ειρήνης.
Στο «τέρμα Βαρδαρίου» έπεσα σ΄ ένα τσούρμο παιδιά που συνωστίζονταν γύρω από το «μαγικό κουτί» ενός πλανόδιου θαυματοποιού και περίμεναν τη σειρά τους για να… μάθουν τα μυστικά της Αιγύπτου μέσα από το κουτί του παμπόνηρου επαγγελματία:
«Να τα αραπάκια που κολυμπάνε στο Νείλο!».
«Δε βλέπω τίποτε μπάρμπα!».
«Είναι νύχτα κι είναι μαύρα κι έχουν κάνει μακροβούτι και δε φαίνονται!» δικαιολογιόταν ο μπάρμπας και έδινε στον επόμενο πιτσιρίκο τη σειρά.
Μπήκα στην οδό Ειρήνης και χάθηκα στο πλήθος των αγοραστών που σεργιανούσε στο Καπάνι, ψάχνοντας τελευταία στιγμή κάτι φτηνό για να ψωνίσει.
Λίγο πιο πέρα ξεκινά η σειρά των μαγαζιών. Πρώτο και καλύτερο το στέκι των νταβατζήδων, μια πολυθόρυβη ταβέρνα που πλαισίωνε τους παρακείμενους οίκους ανοχής και φιλοξενούσε κάθε βράδυ πληθώρα μυστακοφόρων «γαμπρών».
Απέναντι, αρκετά πιο πάνω όμως, η άλλη ταβέρνα, των «νοικοκυρέων», όπως βαυκαλίζεται να αποκαλείται και όπως την αποκαλούσαν οι περίοικοι.
Λίγο πριν φτάσω στο γαζωτήριο του ξαδέλφου μου είπα την καλησπέρα στον Τσαμούρα, τον αριστοτέχνη μαραγκό, που ήταν ιδιαίτερα φημισμένος για την… φωτογραφική μηχανή του που στο εσωτερικό της, αντί για φακούς, έκρυβε έναν υπέρμετρο… φαλλό, με τον οποίο αιφνιδίαζε τους αφελείς φωτογραφούμενους και διασκέδαζε τους γειτονικούς μαγαζάτορες. Την ώρα εκείνη όμως δεν είχε καιρό για τέτοια. Τον περίμενε ο Μαυρίκος, ένας σουλατσαδόρος που έβγαζε τα ψωμί του με δουλειές του ποδαριού. «Καλή διασκέδαση!» τους φώναξα. Θα πήγαιναν στους «Λεχρίτες», όπου τους περίμενε η παρέα και η αγαπημένα τους ρετσίνα.
Στο γαζωτήριο του ξαδέλφου βρέθηκα στην ώρα μου. Θυμόμουν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις τον καθηγητή μας στο Μόναχο που έλεγε πως η συνέπεια αποτελεί τη σπουδαιότερη αρετή ενός ανθρώπου.
«Εγγλέζος στην ώρα σου!» είπε εν τούτοις ο κυρ Βασίλης, ο συνέταιρος του ξαδέλφου μου, τεχνίτης φημισμένος σ’ όλη την περιοχή.
Μαζί τους ήταν και ο Ζόσεφ. Μιλούσε για το αγαπημένο του θέμα. Τις πυρκαγιές! Τις φωτιές που καίγαν τα φτωχόσπιτα επειδή τα μέσα της πυρόσβεσης ήταν ανεπαρκή.
«Παρ’ όλα αυτά, εμείς πέφταμε στη φωτιά. Με τα λιγοστά μέσα που διαθέταμε, τη σβήναμε προτού μεταδοθεί στα διπλανά σπίτια…».
«Και πώς έγινε και κάηκε το 1917 η μισή Θεσσαλονίκη; Γιατί αφήσατε τότε τη φωτιά να πηδά τους δρόμους και να πηγαίνει από μαχαλά σε μαχαλά; Πώς σας ξέφυγε και κατέβηκε μέχρι την παραλία;
«Ρώτα εκείνους που την κάψανε!» απάντησε ο Ζόσεφ, εμφανώς οργισμένος. Και όταν ηρέμησε, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και έσκυψε στο αυτί μου:
«Ρώτα εκείνους που στα μισά πυροσβεστικά βάλαν πετρέλαιο αντί για νερό!».
Έφριξα στη σκέψη πως τα λόγια του κρύβανε την αλήθεια. Δεν μίλησα.
Δεν αμφισβήτησα το μυστικό του. Δυσκολευόμουν όμως και να το αποδεχθώ.
Τον Ζόσεφ, τον ηρωϊκό πυροσβέστη που έσβησε πολλές φωτιές και γλίτωσε πολλούς ανθρώπους παλεύοντας με τις φλόγες, δεν τον είδα ξανά.
Λησμόνησα και την πληροφορία που μου εμπιστεύθηκε το βράδυ εκείνο στο γαζωτήριο της οδού Ειρήνης. Του δρόμου με τα βυζαντινά τείχη που για δεκαετίες ήταν κρυμμένα πίσω από παράγκες, μικρομάγαζα και… γαζωτήρια.
Ορ. Σιδηρόπουλος