Του Γιάννη Καμπούρη
Ο λόγος σήμερα για το λαογραφικό μας μουσείο.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα η πόλη μας δεν ευτύχησε να χαρεί το δικό της λαογραφικό μουσείο, δικαιολογημένη λοιπόν η πικρία όσων ασχολούνται με τη διάσωση του λαϊκού πολιτισμού. Είναι άδικο και για την ίδια την ιστορία της πόλης, που έχει τόσα να δείξει και να διδάξει.
Όμως αυτή η έλλειψη, δε πρέπει να μας ωθήσει σε λάθος κινήσεις. Το ζήτημα δεν είναι να δημιουργήσουμε ένα ακόμα «εκθεσιακό» και αδιάφορο τελικά χώρο, αλλά ένα συγκροτημένο λαογραφικό μουσείο και επιμένω στον όρο μουσείο. Δεν μπορώ να φανταστώ κανένα λόγο που να δικαιολογεί τη δημιουργία οτιδήποτε που απλά να «μοιάζει» με μουσείο. Βέβαια μια μεταβατική έκθεση είναι αποδεκτή μέχρι τη λειτουργία του μουσείου, αλλά αν αυτή αποφασιστεί θα πρέπει να είναι βραχύβια και να μην αποτελεί άλλοθι στην έλλειψη του μουσείου.
Όταν κάποιος επισκέπτεται μια πόλη, ρωτά να μάθει για το λαογραφικό της μουσείο, γιατί σε αυτό αποτυπώνεται συνολικά η τοπική παραδοσιακή της κληρονομιά. Η τοπική κοινωνία είναι μια ενότητα, δεν είναι ένα απλό άθροισμα επιμέρους ομάδων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ζουν στο πλαίσιο της. Ναι οι «ομάδες» αυτές υπάρχουν, αλλά δε λειτουργούν αποκομμένες από το συνολικό κοινωνικό ιστό της πόλης, λειτουργούν ως σύνολο. Άρα η όποια κατάτμηση της ενιαίας «εικόνας» της πόλης δε μπορεί να γίνει αποδεκτή και ειδικότερα από το λαογραφικό της μουσείο.
Στον αντίποδα είναι στη λογική συλλόγων να στήνουν τη δική τους λαογραφική έκθεση, που κατά τεκμήριο είναι μια εσωτερική τους υπόθεση, από τη στιγμή που αδυνατεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον τρίτων για μια σειρά από λόγους. Αυτό τελικά δίνει μια εικόνα πολυκερματισμού, που αντικειμενικά και πάντα σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός λαογραφικού μουσείου, εκφυλίζει την προσπάθεια διάσωσης και διάδοσης του λαϊκού πολιτισμού και ας έχουν οι πρωταγωνιστές του τις καλύτερες των προθέσεων. Βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το δεδομένο ότι αυτές οι προσπάθειες, ουσιαστικά «πριμοδοτούνται» από την έλλειψη ενός λαογραφικού μουσείου. Σε κάθε περίπτωση η πόλη μας όντας μικρή, δεν έχει την πολυτέλεια να διατηρεί πολλές μικρές και σε τελική ανάλυση «αδιάφορες» εκθέσεις. Πρέπει να εργαστεί για τη δημιουργία ενός λαογραφικού μουσείου με την πλήρη έννοια του όρου, οτιδήποτε άλλο θα μας αδικεί.
Τι είναι όμως ένα μουσείο ;
Ένα μουσείο, απαιτεί την ύπαρξη και εκπλήρωση σειράς προϋποθέσεων και δεδομένων. Εδώ ο κώδικας δεοντολογίας του ICOM (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων) για τα μουσεία, πιστεύω ότι δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τι είναι μουσείο. Ο συγκριμένος κώδικας περιλαμβάνει όλα τα ζητήματα που αφορούν το σκοπό, τη δημιουργία, οργάνωση και λειτουργία τους.
Επιγραμματικά ο κώδικας αναφέρεται. Στη διάσωση, την ερμηνεία και προβολή της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Στη διαφύλαξη των συλλογών, στη συγκέντρωση πρωτογενών στοιχείων για τη συγκρότηση και διεύρυνση των γνώσεων. Στη συμβολή στη γνώση, στην κατανόηση και στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στην αξιοποίηση των πόρων των μουσείων, στη στενή συνεργασία με τις κοινότητες προέλευσης των συλλογών. Στη λειτουργία τους μέσα στο πλαίσιο του νόμου, στη λειτουργία τους με επαγγελματικό τρόπο.
Ανατρέχοντας μάλιστα στην ελληνική νομοθεσία περί μουσείων (ν. 3028/2002 και το ν. 2385/2011), θα αντιληφθούμε ότι η ελληνική νομοθεσία είναι σε αρμονία με τον προαναφερόμενο κώδικα.
Αυτό που διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τον κώδικα, είναι η αγωνία των συντακτών του, να αποτελούν τα μουσεία μια συγκροτημένη και επαγγελματική προσέγγιση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας και δεν έχουν άδικο. Ένα αντικείμενο από μόνο του δε μπορεί να διηγηθεί, να διδάξει τίποτα αν δεν συνοδεύεται από επιστημονική τεκμηρίωση, αν δεν είναι ενταγμένο στην ίδια την ιστορία. Ένα μουσείο είναι μια κιβωτός τεκμηρίων και γνώσεων και έτσι πρέπει να λειτουργεί, αυτά καλείται να διασφαλίσει ο φορέας λειτουργίας του. Και δε μπορώ να φανταστώ ποιος και πως μπορεί να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, αν ο ίδιος στερείτε στέρεας οικονομικής και διοικητικής βάσης. Και κάτι ακόμα, η αβασάνιστη και καταχρηστική χρησιμοποίηση του όρου μουσείο, αφαιρεί από τη σοβαρότητα όποιου τον χρησιμοποιεί αδόκιμα.
Έτσι η βαριά ευθύνη της οργάνωσης και λειτουργίας του λαογραφικού μουσείου θα πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στην ευρύτερη διοικητική δομή του δήμου, από τη στιγμή που είναι ο μόνος τοπικός φορέας που μπορεί να διασφαλίσει τους αναγκαίους όρους οργάνωσης και λειτουργίας του. Ο φορέας διαχείρισης του λαογραφικού μουσείου θα πρέπει να έχει τη νομική υπόσταση, που θα εγγυάται την καλή και συνεχή λειτουργία του, ενώ θα του δίνει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τυχόν χρηματοδοτήσεις από εθνικά ή κοινοτικά κονδύλια. Όλα αυτά είναι κατανοητό ότι δε μπορούν να καλυφτούν από τον οποιοδήποτε σύλλογο, γιατί συνεπάγονται ένα δυσβάσταχτο οικονομικό αλλά και διοικητικό βάρος για τα δεδομένα του.
Αυτό πρέπει να συμβεί και για έναν ακόμα λόγο. Ο δήμος είναι ο φορέας που εκφράζει όλους όσους συνθέτουν την τοπική κοινωνία. Φυσικά και δε μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι διάφοροι λαογραφικοί σύλλογοι μέχρι σήμερα σηκώνουν το βάρος της διάσωσης της τοπικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έτσι αυτοί δεν πρέπει να μείνουν έξω από τη «διαχείρισή» του, αλλά να συμμετέχουν ως συνεργαζόμενοι.
Ειδικότερα στην περίπτωση της πόλης μας, το κτίριο «Σαράφογλου» που προορίζεται να στεγάσει το λαογραφικό μουσείο, πρέπει να γνωρίζουμε ότι είναι ένα αυτοτελώς κηρυγμένο μνημείο. Για το λόγο αυτό, η ευθύνη της διαχείρισης του εκτιμάτε ότι δε μπορεί και δεν πρέπει να μεταβιβαστεί σε τρίτο πρόσωπο ή φορέα, γιατί γενικότερα οι ευθύνες διαχείρισης ενός μνημείου είναι πολύ μεγάλες και πολύ βαριές.
Δυστυχώς ακόμα και ο δήμος στη σημερινή συγκυρία μάλλον δε μπορεί να αναλάβει ένα τέτοιο βάρος. Μπορεί όμως να εργαστεί προς την κατεύθυνση της δημιουργίας του μουσείου, αναλαμβάνοντας την ευθύνη σειράς προπαρασκευαστικών ενεργειών όπως η σύνταξη μελέτης ηλεκτρομηχανολογικών, μουσειολογικής και αρχιτεκτονικής μελετών κλπ. Παράλληλα μπορεί να τρέξει η διοικητική και οργανωτική οργάνωσή του, έτσι ώστε σε ένα βάθος δύο ή τριών ετών, ο δήμος να είναι σε θέση να το λειτουργήσει, με την προϋπόθεση πάντα ότι τότε θα μπορεί να σηκώσει το οικονομικό βάρος που όλα αυτά συνεπάγονται.
Βέβαια όπως αντιλαμβάνεται κάποιος αυτή η επιδερμική προσέγγιση, δε μπορεί να απαντήσει σε όλα τα ζητήματα που αφορούν το λαογραφικό μουσείο, δίνει απλά ένα περίγραμμα του ζητήματος. Και βέβαια ανάλογοι είναι οι προβληματισμοί για όλα τα μουσεία με τα οποία ασχολείται ευρύτερα ο δήμος.
Κλείνοντας … το «δίλλημα» μουσείο ή κάτι σαν μουσείο μου θυμίζει εκείνα τα κατ’ ευφημισμό αρώματα … «μοιάζει αλλά δεν είναι» !