Του Ιερέως:
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Ως μνημόσυνο, φίλοι αναγνώστες, ας ανάψουμε ένα κεράκι στη μνήμη κάποιων προσώπων σεβαστών, αγίων και ιερών, που έχουν ταξιδέψει από καιρό στον ολόδροσο κήπο του Θεού, μα ουδέποτε απομακρύνθηκαν απ’ το ζεστότερο μέρος της καρδιάς μας.
Πρόκειται για τις γιαγιές μας, τις άσαρκες, τις σκελετωμένες, τις κυρούλες με το γλυκό μα κι αυστηρό, αν χρειαζόταν, πρόσωπο.
Ολόιδιες Παναγίες, λες και ξεκόλλησαν από κάποιο βυζαντινό εικονοστάσι κι ήρθαν για να σταθούνε δίπλα μας, σαν ήμασταν μικρούλια, για να μας οδηγήσουν στη ζωή.
Είναι εκείνες οι ψυχούλες που έζησαν σαν είλωτες του καθήκοντος, μα στάθηκαν βασίλισσες του φτωχικού τους. Γι’ αυτό και τις τοποθετήσαμε στο ψηλότερο θρόνο της καρδιάς μας.
Οι άγιες μορφές τους ήταν η ενσάρκωση της απέραντης αγάπης, τις αστείρευτης προσφοράς, της απαράμιλλης θυσίας. Ήταν οι ηρωίδες της ζωής μας και οι μάρτυρές της. Ήρθανε τα βάσανα, έζησαν με λαχτάρες κι αγωνίες κι έφυγαν ευτυχισμένες μέσα στη δυστυχία τους, γιατί επιτέλεσαν στο ακέραιο το σκοπό που τους έταξε ο Θεός.
Ευλογούμε τις ιερές μορφές τους. Υποκλινόμαστε μπροστά στα σκεβρωμένα κορμιά, που ο χρόνος και ο κόπος τα έκαμε να μη δύνανται «να ανακύψουν εις το παντελές». Στο βαθιά ρυτιδωμένο πρόσωπό τους ακτινοβολούσε η αγάπη και η ικανοποίηση, γιατί γίνονταν ωφέλιμες. Τα μαραμένα χείλη τους ήταν πηγή ευχών και ευλογιών. Στη θολωμένη ματιά τους διέκρινε κανείς την προθυμία και τη θέληση για θυσία.
Τα ροζιασμένα χέρια τους, απ’ την πολύχρονη βιοπάλη, απλώνονταν να αγκαλιάσουν, να προστατέψουν και να βοηθήσουν, ποτέ για να ζητήσουν ή να αδικήσουν. Το χιλιομπαλωμένο φουστάνι τους ήταν στήριγμα και καταφυγή μας. Στην τσέπη της ποδιάς τους κάτι θα έκρυβαν να μας «ξεγελάσουν». Κι όταν άνοιγαν την κασέλα τους, το μοναδικό προσωπικό τους αντικείμενο μέσα στο σπίτι, τις τριγυρίζαμε, γιατί γνωρίζαμε πως κάτι θα έκρυβαν σ’ αυτή να μας γλυκάνουν!
Έζησαν δίσεκτους καιρούς. Πολέμους, Κατοχή, Εμφύλιο, εκπατρισμούς. Αγώνας και αγωνία τους η επιβίωση, όχι των εαυτών τους μα των παιδιών τους και των παιδιών των παιδιών τους. Μας μάζευαν σαν τα κλωσόπουλα κάτω απ’ τις στοργικές φτερούγες τους, γιατί οι μανάδες και οι πατεράδες μας έτρεχαν για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην. Κι αυτές, πέρα από το να μας φροντίζουν, μας δασκάλευαν, μας ορμήνευαν πώς πρέπει να φερόμαστε στην κοινωνία.
Εκεί, πλάϊ στη φωτιά και στον ίσκιο της κληματαριάς, σαν άριστοι νηπιαγωγοί, στάλαζαν στην καρδιά μας τις αιώνιες αξίες της ζωής και σμίλευαν αγάλι-αγάλι τον χαρακτήρα μας. Κι όλα αυτά με τον ιδανικότερο τρόπο, με το παραμύθι, με το παιχνίδι, με το τραγούδι, μα πάνω απ’ όλα με το παράδειγμα και την αγάπη τους. Η αγάπη, η αφοσίωση και το ένστικτο τις έκαναν, αν και αγράμματες γριούλες, άριστους δασκάλους και παιδαγωγούς.
Κι αναρωτιέμαι: Αλήθεια, από τούτα τα σημερινά παιδιά, που ζουν μέσα στον πλούτο και την ξεγνοιασιά, που έχουν για γιαγιά τους την τηλεόραση, η οποία δεν έχει να διδάξει τίποτα πάρε από φόνους, πολέμους, αρπαγές, ληστείες, ξετσιπωσιά και για γονιούς κάποια αδιάφορη αλλοδαπή, τί κόσμος θα προκύψει; Τα σημάδια του, δυστυχώς, άρχισαν να προβάλλουν στον ορίζοντα.
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σ’ εκείνες τις γερόντισσες!
Την αντοχή στα ανελέητα χτυπήματα της μοίρας και της εποχής ή την ανεξάντλητη ενέργεια; Πού βρισκόταν, αλήθεια, τόση δύναμη σε τόσο ετοιμόρροπα κορμιά; Τόση θέληση, τόση υπομονή, τόση επιμονή για προσφορά; Πρόσφεραν αγόγγυστα τα πάντα, και τη ζωή τους, αν χρειαζόταν, δίχως να ζητάνε τίποτα, χωρίς να αποβλέπουν σε κάτι. Μοναδική τους επιδίωξη η ευτυχία μας.
Κι όταν πια κουρασμένες έγειραν τα κορμιά τους ν’ αναπαυθούν κι έκλεισαν ευτυχισμένες τα μάτια τους, γιατί έφεραν εις πέρας το σκοπό για τον οποίο ήρθαν στη γη, αντίκρισαν -πρέπει ν’ αντίκρισαν- το ιλαρό, τ’ ανέσπερο το φως της άγιας δόξας τ’ Ουράνιου Πατέρα.
Αιωνία τους η μνήμη.