Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Στα πλαίσια της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης έχει εκ νέου, μεταξύ των άλλων, με ιδιαίτερη επίταση ανακινηθεί το ζήτημα του χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας. Προκαλεί πράγματι ερωτηματικά και αμηχανία η ανάγκη που επιβάλει να τεθεί επί τάπητος ένα τέτοιο κρίσιμο και ακανθώδες ζήτημα και μάλιστα σε μια χρονική συγκυρία που η πατρίδα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με πολύ σοβαρότερα, κυρίως οικονομικής και εθνικής φύσεως προβλήματα, που δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι θέτουν εν αμφιβολία τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, καθώς και την εδαφική ακεραιτότητα της Πατρίδας μας.
Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί για την ανακίνηση του θέματος αυτού είναι ότι συνιστά ούτε λίγο ούτε πολύ μετεκλογικές υλοποιήσεις προεκλογικών εξαγγελιών, που προσφέρονται ως απτές αποδείξεις επιβεβαίωσης τήρησης των υπεσχημένων, έστω και εάν η εφαρμογή τους παραπέμπεται εν τοις πράγμασι στις καλένδες και στην πράξη ελάχιστους αφορούν. Σε κάθε περίπτωση βολεύει η «από το πουθενά» επαναφορά στην επικαιρότητα ενός νομικά περίπλοκου και δυσεπίλυτου προβλήματος, το οποίο αποτελεί προφανώς αναγκαίο κακό και εξυπηρετεί επικοινωνιακούς και μόνο χειρισμούς, που επιβάλλουν τη διατήρησή του στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος.
Η Εκκλησία δεν έχει να φοβάται απολύτως τίποτε από τον ενδεχόμενο χωρισμού από το Κράτος, όσο και εάν εκ πρώτης όψεως κάτι τέτοιο ακούγεται σοβαρό, κυρίως στον οικονομικό τομέα, και ικανό να προκαλέσει έντονες δυσλειτουργίες, που συνεπάγονται ανατροπή της δεδομένης και γνωστής μέχρι σήμερα καθεστηκυίας τάξης. Αντίθετα, έχοντας στην διάθεσή της χρόνο και κυρίως βούληση και διάθεση να οργανώσει το αύριο, έτσι ώστε να μην βρεθεί προ εκπλήξεων, μπορεί να προετοιμαστεί επαρκώς για την επόμενη ημέρα του χωρισμού από την Πολιτεία, όποτε και εάν αυτή πραγματοποιηθεί.
Η εκμετάλλευση της ιδιαίτερα αξιόλογης κινητής και ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία μπορεί να μην ανέρχεται στα δυσθεώρητα ύψη που οι πολέμιοί της Εκκλησίας θέλουν να την παρουσιάζουν, ωστόσο δεν συνιστά επ’ ουδενί λόγο και αμελητέα ποσότητα, είναι το κλειδί για την αυριανή οικονομική επιβίωσή της, υπό την αναγκαία προϋπόθεση βέβαια η εκμετάλλευση αυτή να λάβει χώρα με καθαρά επιχειρηματική λογική και προσέγγιση.
Σκεφτείτε την εκ των πραγμάτων σταδιακή μετεξέλιξη της Εκκλησίας σε έναν οικονομικά αυτόνομο οργανισμό, που θα δραστηριοποιείται για παράδειγμα στην εκπαίδευση, διατηρώντας σχολεία όλων των βαθμίδων και πανεπιστήμια, στην υγεία (νοσηλευτικές μονάδες, μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων κλπ), στο χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαδίκτυο, εφημερίδες, περιοδικά), στον κατασκευαστικό κλάδο, καθώς επίσης και στον τραπεζικό τομέα. Κατόπιν αυτού αναλογιστείτε την δύναμη και την απήχηση που θα αποκτήσει ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος και γενικότερα η Εκκλησία, στοιχεία που ειλικρινά αμφιβάλω αν έχουν συνεκτιμηθεί από τους υποστηρικτές του χωρισμού, οι οποίοι μάλλον ορέγονται μια Εκκλησία αδύναμη και φτωχή, έρμαιο στις επιθυμίες των εκάστοτε κυβερνώντων.
Κομβική βέβαια παράμετρος για την επίτευξη των παραπάνω αποτελεί η στελέχωση των οικονομικών υπηρεσιών της Εκκλησίας από εξειδικευμένους και έμπειρους από την αγορά επαγγελματίες, στους οποίους θα τεθούν συγκεκριμένοι στόχοι οικονομικής βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας. Φυσικά ο σκοπός δεν είναι ψυχρά κερδοσκοπικός, άλλωστε είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για μία κεφαλαιουχική εταιρία, αλλά πρωτίστως για έναν πνευματικό – φιλανθρωπικό οργανισμό, που είναι ανάγκη να επιτύχει την οικονομική του αυτάρκεια, ώστε να καταφέρει να υλοποιήσει τους σκοπούς του και να εξασφαλίσει την αυριανή του ύπαρξη και ωφέλιμη πορεία προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Ακόμη και εάν υλοποιηθούν οι κυβερνητικές εξαγγελίες και ξεκινήσει ο διάλογος και οι διεργασίες για τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, που απαιτούν χρονοβόρες διαβουλεύσεις για την επίλυση πολύπλοκων οικονομικών, νομικών και πνευματικών παραμέτρων του όλου προβλήματος, η Εκκλησία οφείλει και είναι ανάγκη να βρει τρόπο να συνεχίσει το ευρύτατο και πολυεπίπεδο φιλανθρωπικό της έργο, πόσω μάλλον σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη χρονική συγκυρία που η πατρίδα μας αντιμετωπίζει μία οικονομική κρίση μεγάλων πλέον διαστάσεων, σημαίνοντα ρόλο στην αντιμετώπιση της οποίας διαδραματίζει η Εκκλησία. Και αυτό φυσικά συμβαίνει με τις ευλογίες της Πολιτείας, η οποία βολεύεται από το γεγονός ότι ένας άλλος φορέας έχει αναλάβει τις δικές της ευθύνες και υποκαθιστά τον δικό της ρόλο.
Συμπερασματικά, το ενδεχόμενο ενός χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας και η αναπόφευκτη συνέπεια να παύσει η κρατική μισθοδοσία των ιερέων, με άμεσο επακόλουθο αυτή να επιβαρύνει την ίδια την Εκκλησία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να φοβίζει. Η Εκκλησία είναι ένας Θεανθρώπινος οργανισμός με απαρασάλευτη πορεία δύο χιλιάδων και πλέον ετών, που θα συνεχίσει να πορεύεται τον δρόμο της στηριζόμενη τόσο στην ορθή και συνετή αξιοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων, όσο και στην πλειάδα των εθελοντών που προσφέρουν με αγάπη στις ποικίλες φιλανθρωπικές, πνευματικές, κατηχητικές, προνοιακές δράσεις της.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ