Ήταν η εποχή που ζούσαμε την παιδική μας ηλικία.
Ήταν τ’ ανέμελα πρώιμα χρόνια της μαθητικής μας ζωής. Τότε που καθιερώναμε την αγωνιστική μας συμπεριφορά διαβάζοντας ιπποτικά περιπετειώδη αναγνώσματα και σκαρφαλώνοντας στους παραποτάμιους βράχους της Καραχμέτης, κάτω ακριβώς από τα αιωρούμενα σπίτια του εβραϊκού οικισμού.
Οι συμπεριφορές τις οποίες ενστερνισθήκαμε, ήταν ξένες προς τα Ελληνικά δεδομένα, γοητευτικές όμως για τη νεανική μας ψυχή.
Δε μας συνέπαιρναν ασφαλώς περιπέτειες τύπου Σάντσου και τύπου Δον Κιχώτη. Μας ενθουσίαζαν όμως οι γενναιότητες των τριών σωματοφυλάκων και του Νταρντανιάν, του νεοσύλλεκτου φίλου τους. Το αγέρωχο ύφος με το οποίο αποδέχονταν τις προκλήσεις, η ευκολία με την οποία σπεύδανε να μονομαχήσουν κάθε φορά που επρόκειτο για θέμα τιμής, ήταν εκείνα που μας γοήτευαν. Θα έλεγα και η θρασύτητα με την οποία συνήθως αντιμετώπιζαν τους κινδύνους και που τους οδηγούσε κάθε τόσο σε μια καινούργια περιπέτεια. Δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους.
Κι από κοντά, δωδεκάχρονα παλικαράκια εμείς, προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τις δικές τους συμπεριφορές κάθε φορά που μας δινόταν η ευκαιρία.
Μια τέτοια ευκαιρία δόθηκε και σ’ εμένα, όταν ένας συνομήλικος φίλος μου, αμφισβήτησε την ειλικρίνειά μου σε κάποιαν αναφορά μου και με αποκάλεσε… «ψεύτη».
Ο ανοίκειος και προσβλητικός αυτός χαρακτηρισμός, έθιξε την ιπποτική παιδική μου ευαισθησία. Έπρεπε να αντιδράσω ανάλογα. Να του πετάξω το γάντι, καλώντας τον σε… μονομαχία. Δεν είχα όμως γάντι. Ούτε και κάποιο μαντήλι για να σκουπίζω τη μύτη μου. Προχώρησα εν τούτοις προς το μέρος του και με ύφος προσβεβλημένου ευπατρίδη, απαίτησα δημόσια συγνώμη.
Ο άλλος, συναισθάνθηκε το σφάλμα του και ζήτησε συγνώμη. Η… μονομαχία κατόπιν αυτού αποσοβήθηκε. Τα ξύλινα σπαθιά μπήκαν στη θήκη τους.
Η τιμή του προσβεβλημένου «ψεύτη» αποκαταστάθηκε.
Όμως ο φίλος μου δεν επανάκτησε την εύνοιά μου. Με είχε αποκαλέσει «ψεύτη» μπροστά σ’ όλη την παρέα! Και για έναν ιππότη, ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ανεξίτηλος.
Το περιστατικό αυτό της παιδικής μου ηλικίας, το θυμήθηκα πρόσφατα, όταν από τα έδρανα της Βουλής, εκτοξεύθηκε προς ομιλούντα επιφανή βουλευτή παρεμφερής χαρακτηρισμός: «Ψεύδεστε κύριε συνάδελφε!».
«Τώρα θα γίνει χαμός» συλλογίστηκα. Όλως περιέργως όμως, ο λοιδορηθείς ουδόλως ενοχλήθηκε. Δεν αντέδρασε, ούτε απαίτησε παρέμβαση του Προέδρου της Βουλής ζητώντας αποκατάσταση. Και φυσικά, δεν πέταξε το γάντι στο συνάδελφό του καλώντας τον σε μονομαχία κάπου εκεί στου Φιλοπάππου, όπου έλυναν τις διαφορές τους οι μονομάχοι του προηγούμενου αιώνα.
Ο πρόεδρος της Βουλής, ενοχλημένος, περιορίστηκε σε συστάσεις: «Σεμνότερα κύριοι συνάδελφοι! Να λείπουν οι χαρακτηρισμοί. Σεβαστείτε το χώρο! Βρίσκεστε στο τέμενος της Δημοκρατίας». Ποιας Δημοκρατίας;
Και… ούτε γάτα, ούτε ζημιά… Το θέμα θεωρείται… λήξαν!
Κακόμοιρε παλιέ μου φίλε! Εκλιπαρούσες χρόνια ολόκληρα την εύνοιά μου που την έχασες επειδή κάποια στιγμή σου ξέφυγε ο χαρακτηρισμός που δεν αποδέχθηκε η ευαισθησία του παιδικού σου φίλου. Αν ήσουν σήμερα στη ζωή θα ξαφνιαζόμουν και θα είχες αγρίως απογοητευθεί διαπιστώνοντας ότι παρόμοιες ευαισθησίες δεν εγγίζουν τους πολιτικούς άνδρες. Και το αυτί τους δε λέει να ιδρώσει ακούγοντας τέτοιους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς!
«Είμαι… ψεύτης και το κέφι μου θα κάνω!».
Να το κάνεις και με το παραπάνω, αφού έτσι γουστάρεις.
Μέχρις εκεί όμως και μη παρέκει!
Γιατί κάποιοι με τέτοια λόγια και χάρις στα χούγια αυτά, κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν και να ανέβουν ατυχώς μέχρι και στην καρέκλα του πρωθυπουργού.
Ορ. Σιδηρόπουλος