Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Ο κανονισμός 55/1974 «περί μελέτης και εκτελέσεως απάντων των Εκκλησιαστικών Έργων», ο οποίος έχει τύχει επανειλημμένων τροποποιήσεων στο παρελθόν, ορίζει με ακρίβεια τα σχετικά με τη διενέργεια των εκκλησιαστικών έργων.
Όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση των διατάξεων του κανονισμού οι προβλέψεις του εν λόγω νομοθετήματος, ως άμεση απόρροια της συνταγματικά κατοχυρωμένης αυτοδιοικήσεως της Εκκλησίας (άρθρα 3 § 1 και 13 Συντάγματος), διαφέρουν ουσιωδώς από τις κοινές ρυθμίσεις περί αναθέσεως και εκτελέσεως έργων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου του δημόσιου τομέα, ορίζοντας σημαντικές αποκλίσεις, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στην ιδιαίτερη φύση και αποστολή των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων.
Οι κυριότερες από τις εν λόγω αποκλίσεις αφορούν στους όρους επιλογής αναδόχου ή απευθείας αναθέσεως μελέτης και εκτελέσεως ενός εκκλησιαστικού έργου, καθώς και στη διαδικασία εγκρίσεων των διαδοχικών φάσεων εκτελέσεως του εκκλησιαστικού έργου.
Σε όλα αυτά τα σημεία, εμπλέκεται ένα ιεραρχικό σύνολο μονοπρόσωπων και συλλογικών εκκλησιαστικών διοικητικών οργάνων, όπως ιδίως είναι η τοπική Μητρόπολη, η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.), η Τεχνική Υπηρεσία και η Επιτροπή Έργων της Ε.Κ.Υ.Ο.
Ανάλογες με τις πιο πάνω διαδικαστικές αποκλίσεις προβλέπονται και από μια σειρά μεταγενέστερων κανονισμών οι οποίοι αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό τον Κανονισμό 55/1974.
Τα εκκλησιαστικά έργα διακρίνονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 55/1974 σε «τεχνικά» και «καλλιτεχνικά». Στα τεχνικά έργα ανήκει κάθε κατασκευή «συνδεομένη μετά του εδάφους, συμπληρουμένη ή μη υπό εγκαταστάσεων και αντιστρόφως», εφόσον αυτή εκτελείται από νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας και θεωρείται νέα κατασκευή, ανακαίνιση, επισκευή ή συντήρηση μίας ήδη υπάρχουσας. Ως καλλιτεχνικό έργο θεωρείται, ό,τι δεν περιλαμβάνεται στα ανωτέρω τεχνικά, και απλώς είτε ενσωματώνεται στις δομικές κατασκευές είτε αποτελεί «διακοσμητική» εργασία [ενδεικτικά: αγιογραφήσεις, κατασκευή τέμπλων και εκκλησιαστικών επίπλων, ένθετες διακοσμήσεις ή ζωγραφίσεις δαπέδων, τοίχων και οροφών, έργα μνημειακού χαρακτήρα].
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι στον κανονισμό ορίζεται ότι επί τυχόν αμφισβητήσεως του χαρακτήρα ενός έργου ως τεχνικού ή καλλιτεχνικού, αποφαίνεται δεσμευτικά η «Επιτροπή Έργων» της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.). Πρόκειται για την Υπηρεσία της Εκκλησίας, η οποία αποτέλεσε διάδοχο του καταργηθέντος ΟΔΕΠ, και η οποία με τη συνδρομή ειδικών επιστημόνων – ιδίως νομικών, μηχανικών και οικονομικών συμβούλων – λειτουργεί εκπληρώνοντας την αποστολή της στο πλαίσιο των διατάξεων του Κανονισμού 163/2004 και ήδη του Κανονισμού 267/2015, ασκώντας ένα ευρύ φάσμα σημαντικών τεχνικών, οικονομικών και διαχειριστικών αρμοδιοτήτων.
Η ολοκλήρωση κάθε εκκλησιαστικού έργου προϋποθέτει την περαίωση δύο διαδοχικών φάσεων: την εκπόνηση της σχετικής μελέτης και την εκτέλεση της κατασκευής του έργου.
Οι μελέτες εκπονούνται:
(α) είτε από την αρμόδια Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας
(β) είτε και από ιδιώτες με απευθείας ανάθεση, εφόσον το προσωπικό της Τεχνικής Υπηρεσίας της ΕΚΥΟ δεν επαρκεί, όπως διαπιστώνεται με συγκεκριμένη απόφαση της Ε.Κ.Υ.Ο.
Κατά το άρθρ. 3 του Κανονισμού, ο κύριος του έργου (δηλ. το ενδιαφερόμενο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο), μπορεί να αναθέσει την εκπόνηση μελέτης εκκλησιαστικού έργου σε ιδιώτη:
(α) με διαγωνισμό, οι όροι και η διακήρυξη του οποίου συντάσσονται από την Επιτροπή Έργων της Ε.Κ.Υ.Ο.,
(β) με αιτιολογημένη επιλογή, αφού τηρηθεί η σχετικά προβλεπόμενη διαδικασία ή και
(γ) «δι’ απευθείας αναθέσεως εις καταλλήλους μελετητάς», μετά από γνωμάτευση της Επιτροπής Έργων της ΕΚΥΟ.
Απευθείας ανάθεση εκκλησιαστικού έργου σε ιδιώτη προβλέπει και η § 3 του ίδιου άρθρου 3, προκειμένου ειδικά περί καλλιτεχνικών έργων. Οι μελέτες ιδιωτών εγκρίνονται από την Ε.Κ.Υ.Ο., μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής Έργων. Αλλά και η επίβλεψη της εκτελέσεως των εκκλησιαστικών έργων ασκείται από την Τεχνική Υπηρεσία της Ε.Κ.Υ.Ο. ή ανατίθεται σε ιδιώτες τεχνικούς μετά από πρόταση του κυρίου του έργου, γνωμοδότηση της Επιτροπής Έργων και απόφαση της Ε.Κ.Υ.Ο.
Με τη λήξη της περαίωσης του συνόλου ή τμημάτων του έργου, το επιβλέπον εκκλησιαστικό ΝΠΔΔ διενεργεί σχετικό έλεγχο, ώστε να διαπιστωθεί αν αυτό έχει ολοκληρωθεί και υποστεί σε ικανοποιητικό βαθμό κάθε προβλεπόμενη από τη σχετική σύμβαση δοκιμασία. Η Ε.Κ.Υ.Ο. εκδίδει συναφή βεβαίωση περαιώσεως εργασιών, έχοντας τη δυνατότητα να διενεργήσει προηγουμένως επιθεώρηση. Σε περίπτωση διαπιστώσεως αντισυμβατικής, πλημμελούς ή ελαττωματικής κατασκευής του έργου, η Ε.Κ.Υ.Ο. ζητεί από τον ανάδοχο την εντός ορισμένης προθεσμίας άρση των ελαττωμάτων και τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.
Ο ανάδοχος που δεν εκπληρώνει προσηκόντως τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή δεν συμμορφώνεται προς τις έγγραφες εντολές της Ε.Κ.Υ.Ο. ή τις διατάξεις του Κανονισμού 55/1974 μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος της εργολαβίας, με απόφαση του κυρίου του έργου και μετά από γνώμη της Ε.Κ.Υ.Ο. Για την προσωρινή ή οριστική παραλαβή του εκκλησιαστικού έργου, προβλέπεται η σύσταση από την Ε.Κ.Υ.Ο. ειδικής Τριμελούς Επιτροπής από τεχνικούς, που πρώτα ελέγχει την ορθή περαίωση των εργασιών. Όταν το έργο αφορά Ναό ή Μονή, στην επιτροπή αυτή μπορεί να συμμετέχει και εκπρόσωπος του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ναού ή του Ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής. Τέλος, για την παραλαβή συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο, που υπογράφεται από όλα τα μέλη της Επιτροπής, τον επιβλέποντα και τον ανάδοχο.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ