Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Τα Ιερά Ησυχαστήρια είναι μοναστικά καθιδρύματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με εκκλησιαστικούς, κανονικούς και πνευματικούς σκοπούς ταυτόσημους προς εκείνους των Ιερών Μονών. Η κυριότερη διαφορά των Ιερών Ησυχαστηρίων από τις Ιερές Μονές έγκειται στην ιδιότητα των πρώτων ως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, σε αντίθεση προς τις Μονές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ρητώς ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ειδικότερα στο νομοκανονικό καθεστώς των Ιερών Ησυχαστηρίων αναφέρεται το άρθρο 39 παρ. 10 του Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», που ορίζει επί λέξει τα εξής: «Δια κανονιστικών αποφάσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, εγκρινόμενων υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, θεσπίζονται τα πλαίσια λειτουργίας των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ορθοδόξων Ησυχαστηρίων, άτινα ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κατά τας κείμενας διατάξεις και λειτουργούν επί τη βάσει του ιδρυτικού αυτών κανονισμού».
Στο ίδιο άρθρο 39 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος πέραν των Ιερών Ησυχαστηρίων, προβλέπονται και άλλοι τύποι Μονών, όπως:
1) οι Συνοδικές Σταυροπηγιακές Μονές, οι οποίες τελούν υπό την πνευματική εποπτεία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
2) οι Πατριαρχικές Σταυροπηγιακές Μονές (Βλαττάδων Θεσσαλονίκης, Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας Χαλκιδικής, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου), οι οποίες «ανήκουν» στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
Από τα παραπάνω και μέσα από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων καθίσταται προφανές ότι είναι δεδομένη και σαφής η βούληση του νομοθέτη να εντάξει όλους τους ανωτέρω τύπους μοναστικών καθιδρυμάτων (Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος- Συνοδικές Σταυροπηγιακές Μονές- Πατριαρχικές Σταυροπηγιακές Μονές- Ιερά. Ησυχαστήρια) στο εννοιολογικό εύρος του νομοκανονικού όρου «Ιερές Μονές».
Το άρθ. 5 του Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος 39/1972 που τιτλοφορείται «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων» προβλέπει ότι ο σκοπός των Ιερών Ησυχαστηρίων «συμπίπτει προς τα εν τη παρ. β΄του άρθρου 1 του παρόντος Καταστατικού Κανονισμού διαλαμβανόμενα». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή: «Σκοπός εκάστης Ιεράς Μονής, συμφώνως προς τας παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι η εν κοινοβιακή πολιτεία αδιάλειπτος του εν Τριάδι Θεού δοξολογία, η δια λειτουργικών και κατ’ ιδίαν προσευχών, δια συνεχούς κατά Θεόν ασκήσεως και εν αγίαις διακονίαις νέκρωσις των παθών των εν αυτή ασκουμένων και η υπ’ αυτών τελεία βίωσις της κατά Θεόν εν Χριστώ Ιησού μυστικής ζωής, οδηγούσης εις ψυχικήν αυτών σωτηρίαν και θέωσιν»
Είναι συνεπώς πρόδηλο εκ των ανωτέρω, ότι ο νομοθέτης αντιμετωπίζει τα Ιερά Ησυχαστήρια ως Ιερές Μονές, ονομάζοντας μάλιστα ρητώς αυτά «Ιερές Μονές Ιδιωτικού Δικαίου», και ταυτίζοντας το σκοπό τους με εκείνον των υπολοίπων Ιερών Μονών.
Στην Εκκλησία της Ελλάδος ιδρύθηκε ένας ικανός αριθμός Ιερών Ησυχαστηρίων, ο συνολικός αριθμός των οποίων σήμερα πλησιάζει τα 30. Όλα τα Ιερά Ησυχαστήρια συστήθηκαν με συμβολαιογραφικές πράξεις, οι οποίες περιελάμβαναν και τον Οργανισμό τους, περιενδύθηκαν τη νομική μορφή του Ιδρύματος, απέκτησαν νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου, δυνάμει προεδρικών διαταγμάτων, υπήχθησαν στη εποπτεία του επιχωρίου τους Επισκόπου, ο οποίος, μαζί με τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ενέκριναν την ίδρυση και λειτουργία τους και λειτουργούν σήμερα ομαλά και απρόσκοπτα, τηρώντας τους περί μοναχισμού Ιερούς Κανόνες και Ιερές Παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Την έκδοση του Κανονισμού 39/1972 ακολούθησε η ακύρωση του αρθ. 5 αυτού, από την υπ’ αριθμ. 866/1974 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε ότι συνιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτο περιορισμό η με κανόνα δικαίου επιβολή υποχρεώσεως στους οποαδούς ορισμένης θρησκείας, που επιθυμούν να εκδηλώνουν την προς το θείο πίστη τους με προσευχές και συνεχή κατά Θεόν άσκηση σε Ιερά Ησυχαστήρια ή άλλους ανάλογους τόπους, να συστήσουν προηγουμένως ίδρυμα, σύμφωνα με τις περί ιδρυμάτων διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Εν τούτοις, το γεγονός αυτό δεν αλλάζει την ορθότητα των σχετικών με την έννοια, ουσία και αποστολή των Ιερών Ησυχαστηρίων σκέψεων, οι οποίες προηγήθηκαν, διότι η ως άνω απόφαση, επικαλούμενη ρητώς η ίδια λόγους ελευθερίας της λατρείας, έκρινε απλώς ότι είναι αντισυνταγματική η υποχρέωση όσων ιδρύουν Ιερά Ησυχαστήρια να συστήσουν οπωσδήποτε και προηγουμένως ίδρυμα, μη θίγοντας βεβαίως την έννοια, το σκοπό και την ουσιαστική πνευματική αποστολή των Ιερών Ησυχαστηρίων, όπως αυτά καθορίζονται από τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας.
Επιπλέον, υποστηρίζεται και σωστά ότι η έκδοση της παραπάνω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε ως άμεσο επακόλουθο τη γενικότερη θεσμική αναβάθμιση της σημασίας των ρυθμιστικών διατάξεων των Οργανισμών των Ιερών Ησυχαστηρίων. Αυτό άλλωστε, προτάσσεται από τη δικανική αιτιολογία της απόφασης που επικαλείται ρητά τη συνταγματική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικώς της ελευθερίας της λατρείας, λόγοι οι οποίοι επιβάλλουν τον πλήρη σεβασμό της βουλήσεως των ιδρυτών κάθε Ιερού Ησυχαστηρίου, όπως η βούληση τους αυτή αποτυπώθηκε ρητώς και με δεσμευτικό έναντι πάντων τρόπο στις διατάξεις του Οργανισμού-Εσωτερικού Κανονισμού του καθενός Ιερού Ηστχαστηρίου.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, τα Ιερά Ησυχαστήρια είναι μοναστικά καθιδρύματα, που ταυτίζονται, ως προς τους επιδιωκόμενους από αυτά πνευματικούς σκοπούς με εκείνους τους οποίους επιδιώκουν και οι Ιερές Μονές. Η κατάργηση του αρθ. 5 του Κανονισμού 39/1972, δυνάμει της ΟλΣτΕ 866/1974, είχε ως συνέπεια το εν γένει καθεστώς που αφορά την οργάνωση, διοίκηση, λειτουργία, προσωπική και περιουσιακή κατάσταση όσων εγκαταβιώνουν στα Ιερά Ησυχαστήρια, να ρυθμίζεται πλέον δεσμευτικά από τις διατάξεις των Οργανισμών τους και τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Παγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ