«Μή ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον; Ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε» (Μαρκ. 16.60).
Ἕνα παράξενο θέαμα ἀντικρύζουν σήμερα οἱ μαθήτριες τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνουν ξημερώματα τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων στόν τάφο τοῦ προσφιλοῦς διδασκάλου τους γιά νά ἀλείψουν μέ μύρα τό σῶμα του καί ἀντί νά εὑρεθοῦν ἐνώπιον τοῦ σφραγισμένου μνήματος καί τῶν στρατιωτῶν πού εἶχαν ἀναλάβει τή φύλαξη του, εὑρίσκονται ἐνώπιον ἑνός οὐρανίου φύλακος, ἑνός ἀγγέλου, πού εἶναι ἐκεῖ γιά νά μεταφέρει τό φαιδρό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στίς μυροφόρες γυναῖκες.
«Μή ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον; Ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε».
Μήν ἀπορεῖτε καί μή ξαφνιάζεσθε, λέει ὁ ἄγγελος στίς γυναῖκες. Τό γνωρίζω ὅτι ἀναζητᾶτε τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, αὐτόν πού σταυρώθηκε, ἀλλά δέν εἶναι ἐδῶ. Ἀναστήθηκε.
Δύσκολο νά πεῖ κανείς τί ξάφνιασε καί τί ἐντυπωσίασε περισσότερο τίς μαθήτριες τοῦ Κυρίου: τό ὅτι βρῆκαν τόν τάφο ἀνοικτό χωρίς τόν διδάσκαλό τους ἤ τά λόγια τοῦ ἀγγέλου; Διπλή ἡ ἔκπληξη. Διπλός ὁ θαυμασμός γιά τίς μυροφόρες. Καί δέν θά μποροῦσε νά συμβεῖ διαφορετικά, ἀφοῦ βρισκόταν ἐνώπιον τοῦ μεγαλυτέρου θαύματος ὅλων τῶν ἐποχῶν, τoῦ θαύματος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου.
«Μή ἐκθαβεῖσθε». Μαζί μέ τίς μυροφόρες γυναῖκες ἤλθαμε καί ἐμεῖς «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων» ζητώντας τόν Χριστό. Ἀλλά ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, εὑρισκόμεθα σέ πλεονεκτικότερη θέση ἀπό τίς μαθήτριες τοῦ Κυρίου. Γιατί δέν τόν ἀναζητοῦμε στό κενό μνημεῖο. Δέν ἀποροῦμε ἄν τόν ἔκλεψε κανείς ἀπό τόν τάφο, ὅπως φοβόταν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἀναστημένος καί δέν ἀνησυχοῦμε ποῦ βρίσκεται, γιατί ξέρουμε ὅτι βρίσκεται μέσα στήν καρδιά ὅσων τόν πιστεύουν καί σπεύδουν μέ λαχτάρα πρός Αὐτόν. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἀναστημένος, εἰς πεῖσμα ὅλων ἐκείνων πού τόν ἤθελαν νεκρό, καί εἶναι μαζί μας γιά νά μᾶς προσφέρει τή χαρά τῆς Ἀναστάσεώς του. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἀναστημένος καί κανείς δέν μπορεῖ πλέον νά τόν βλάψει.
«Μή ἐκθαμβεῖσθε … Ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε».
Ἐνώπιον τοῦ θαύματος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου κανείς δέν μπορεῖ νά μείνει ἀπαθής, κανείς δέν μπορεῖ νά μήν ἐκπλαγεῖ καί νά μήν θαυμάσει. Γιατί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα γεγονός, εἶναι μία πραγματικότητα στή ζωή τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι νομίζουν πώς ὁ Ἰησοῦς δέν ὑπάρχει, γιατί δέν τόν ἀνακάλυψαν στίς ἔρευνές τους, δέν τόν ἀπέδειξαν μέ τίς μελέτες καί τά πειράματά τους, αὐτοί πλανῶνται καί προσπαθοῦν νά παραπλανήσουν καί τούς ἄλλους.
Ὅσοι νομίζουν πώς ὁ Ἰησοῦς δέν ὑπάρχει ἤ δέν ἀναστήθηκε, γιατί δέν τόν βλέπουν ἤ δέν τόν ἔχουν συναντήσει, ἄς ἐλέγξουν τόν ἑαυτό τους, ἄς ἐλέγξουν κατά πόσο ἔχουν διάθεση νά τόν δοῦν· ἄς ἐλέγξουν κατά πόσο δέν εἶναι τυφλωμένα τά μάτια τους ἀπό τήν ἄρνηση, τήν ἀμφιβολία, τήν ἀπιστία· ἄς ἐλέγξουν κατά πόσο ἡ ψυχή τους εἶναι γεμάτη ἀπό τούς ρύπους τῆς ἁμαρτίας καί σκοτεινή ἀπό τίς σκιές τῶν παθῶν, ὥστε δέν ὑπάρχει ἐκεῖ τόπος γιά τόν ἀναστάντα Χριστό.
«Μή ἐκθαμβεῖσθε … Ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε».
Ὁ λόγος τοῦ ἀγγέλου πρός τίς μυροφόρες γυναῖκες ἀπευθύνεται καί σέ ἐμᾶς σήμερα, ἀδελφοί μου. Ἄς μήν μᾶς ἀνησυχεῖ ἡ ἀπουσία του ἀπό τόν τάφο. Ἀντίθετα ἄς μᾶς χαροποιεῖ, γιατί ἡ ἀπουσία του ἀπό τόν τάφο σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὄντως ἀναστημένος. Καί ἄν δέν τόν αἰσθανόμασθε ἤδη μέσα στήν ψυχή μας, μποροῦμε νά τόν αἰσθανθοῦμε καί νά τόν συναντήσουμε, ὅπως οἱ μαθητές καί οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου μας, ὅπως ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς. Ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε. Ἀρκεῖ νά τοῦ τό ζητήσουμε· γιά νά γίνουμε καί ἐμεῖς μάρτυρες τοῦ χαρμοσύνου μηνύματος τῆς Ἀναστάσεώς του στόν κόσμο πού ἐναγιωνίως τό ἀναζητᾶ.
Χριστός ἀνέστη!
Διάπυρος πρός τόν Ἀναστάντα Κύριον εὐχέτης
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας
Παντελεήμων