ΓΙΝΑΤΙ
Ο σοφός της λίμνης
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΠΟΥΖΟΥ
Ο Ζώτος και η Χαβαή, με την πολυκύμαντη ερωτική τους σχέση, ένας αινιγματικός βαρκάρης, μια γυναίκα-αράχνη που γυρεύει δωμάτιο για μια νύχτα κι έναν άντρα για μια ζωή, ο σατανικός κομπογιαννίτης γιατρός Μαργαζής και ο τυχοδιώκτης παπα-Λέρας, ο οποίος παινεύεται ότι εκδύει τις γυναίκες από τα αμαρτήματα κι από τα εσώρουχα, μπλέκονται στο γαϊτανάκι που υψώνει ως μιαρή ή ευλογημένη έκρηξη το γινάτι με αφορμή έναν φόνο, μια αυτοκτονία, τον φόβο της αντεκδίκησης, την καταφρόνια της κοινωνίας, τον πλούτο, τη φτώχια, τη ζήλια, τον πόθο, κάποια ανομολόγητα εγκλήματα, την εθνική ταυτότητα και τον διάβολο ή τον άγγελο που κρύβει καθένας μέσα του. Και κυλά η ζωή τους πότε σαν αγριεμένο ποτάμι και πότε σαν γλυκασμός της άνοιξης.
Πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές πορεύονται στα χρόνια της ιταλικής κατοχής των Ιωαννίνων του 1917∙ της πρώτης απόπειρας δημιουργίας Βλάχικου πριγκιπάτου στην Πίνδο∙ της εξόρυξης πετρελαίου στη Δραγοψά∙ της εκστρατείας στη Μικρά Ασία∙ της προσφυγιάς Μικρασιατών και Ποντίων, αλλά κι εκείνης των Τουρκογιαννιωτών∙ του διχασμού σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς και της μάστιγας της ληστοκρατίας στην Ήπειρο. Συνάμα ακολουθούν τα βήματα Εβραίων, Βλάχων, Αλβανών και Σαρακατσάνων, και γενικότερα την ταραγμένη εποχή πριν από το 1922 και κατά την πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου.
Στην ίδια πατρίδα συνυπάρχουν ή συγκρούονται διαφορετικοί κόσμοι, ομάδες και άτομα∙ σμίγουν ή αποχωρίζονται τα όνειρα κι ανακατώνονται τα αίματα, οι θρησκείες και οι γλώσσες∙ κι όλα συμβαίνουν στα Γιάννενα, στην πόλη των θρύλων και της μυστηριακής γοητείας.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Αν κάτι έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια που αξιώθηκα να ζήσω, είναι πως η ελευθερία και η αγάπη είναι αξεχώριστες. Γέννες της ίδιας σποράς, καρποί των αδείλιαστων ψυχών. Δεν αρκεί να επιθυμείς, δεν αρκεί να περιμένεις. Πρέπει να τολμήσεις, ν’ αγωνιστείς για όσα αξίζουν στη ζωή. Για να έχει νόημα. Για να μην ξοδευτεί άδικα. Εγώ ανήκω σε μια τέτοια γενιά. Στη γενιά που δε φοβήθηκε τη θυσία…
Γυναίκες της μικρής πατρίδας… Μακεδόνισσες. Ελληνίδες. Στη χαραυγή του εικοστού αιώνα, άγριος κι αδυσώπητος ξεσπάει ο αγώνας στη σκλάβα Μακεδονία. Η γη ματώνει, ο ελληνισμός ψυχορραγεί. Τούρκοι, Βούλγαροι, κομιτάτα, τσέτες, πυρπολήσεις, εκτελέσεις, αμέτρητες θυσίες.
Γυναίκες της μικρής πατρίδας… Σαν την Αρετή. Σαν τη Φωτεινή. Ζυμώθηκαν με τον κίνδυνο, πάλεψαν για το γένος, την πίστη, τη λευτεριά. Θέριεψαν οι ψυχές τους κι έκλαψαν συνάμα. Για τους φίλους που έπεσαν, τα μαρτύρια που άντεξαν, τα μυστικά που βάσταξαν. Για το λατρεμένο παιδί που έχασε τόσο άδικα η μία. Για τον άντρα που αγάπησε παράφορα και σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια η άλλη. Μπορεί να τις κυνήγησαν, μπορεί να τις βασάνισαν. Δεν τις δάμασαν όμως ποτέ. Αυτές. Τις γυναίκες της μικρής πατρίδας μας...
ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΟΛΥΡΑΚΗ
Ερζιντζάν, Αρμενία. Άνοιξη 1915.
Ο Κεβόρκ και η Νεβάρτ, βυθισμένοι στην άγνοια και την υπεραισιοδοξία των νιάτων και του έρωτά τους, πλάθουν όνειρα. Άξαφνα, τα μαύρα πουλιά του μίσους και οι άνεμοι του πολέμου θα οδηγήσουν τη Νεβάρτ στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη και τον Κεβόρκ στην έρημο της Συρίας, όπου θα βιώσει τη φρίκη της γενοκτονίας του λαού του∙ ωστόσο θα καταφέρει να επιβιώσει και να φτάσει στον Πειραιά. Καιρό μετά, οι δύο νέοι θα επιστρέψουν στο Ερζιντζάν με διαφορά δύο μηνών ο ένας από τον άλλο, αναζητώντας μάταια τον μεγάλο έρωτά τους, πριν αφήσουν οριστικά πίσω τους την πόλη όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, ένα χρυσό μενταγιόν, με ένα μεγάλο ρουμπίνι σε σχήμα καρδιάς στο κέντρο, θα τους ξαναφέρει κοντά, κάνοντάς τους να μυρίσουν το άρωμα μιας ευτυχίας χαμένης για πάντα.
Μια αληθινή ιστορία, σαν χιλιάδες άλλες από εκείνη την εποχή, συνυφασμένη με την πορεία ενός αδάμαστου χριστιανικού λαού, που δε λύγισε στις δυσκολίες.