Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν καταγγελίες πολιτών, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να κάνουν ανάληψη της μηνιαίας σύνταξης ή του μισθού τους ανακαλύπτουν έντρομοι ότι αυτά έχουν κατασχεθεί από την εφορία για χρέη τους προς το Δημόσιο. Δεν είναι παράξενο αυτό να συμβεί ακόμα και σε περιπτώσεις όπου ο συγκεκριμένος λογαριασμός είχε δηλωθεί ως ακατάσχετος !
Τι πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε όταν ο δρόμος προς την τράπεζα για ανάληψη της σύνταξης ή του μισθού εξελιχθεί σε δυσάρεστη έκπληξη ;
Από μια σειρά νομοθετικών διατάξεων (συγκεκριμένα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 451, 464, 664 παρ. 3 του Αστικού Κώδικα, 982 παρ. 2 εδ. δ’ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και αρ. 1 και 2 του Ν. 4994/1930) συνάγεται ότι ο μισθός και η σύνταξη είναι ακατάσχετοι, ανεκχώρητοι και μη δεκτικοί συμψηφισμού. Η κατάσχεση, εκχώρηση ή ο συμψηφισμός που έγιναν κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων είναι απολύτως άκυροι.
Το ακατάσχετο του μισθού ή της σύνταξης κάμπτονται σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, μια εκ των οποίων είναι το δικαίωμα του Δημοσίου να κατάσχει μισθούς ή συντάξεις οφειλετών του υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με αυστηρούς περιορισμούς.
Ειδικότερα, ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Ν. 356/1974) δίνει το δικαίωμα στο Δημόσιο να κατάσχει μέρος του μισθού ή τις σύνταξης ενός μισθωτού ή συνταξιούχου, όπως ειδικότερα προβλέπεται και ορίζεται στο άρθρο 31 του νομοθετήματος αυτού.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 του ΚΕΔΕ «Εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων : … ε) Οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του 1/2 του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.».
Πρακτικά λοιπόν, κάθε φορολογούμενος που χρωστά ληξιπρόθεσμη οφειλή στο Δημόσιο προστατεύεται από το μέτρο της κατάσχεσης για ποσό μέχρι 1.250€ που έχει κατατεθειμένο σε έναν τραπεζικό λογαριασμό του, καθώς επίσης και για το μηνιαίο ποσό του μισθού ή της σύνταξής του μέχρι το όριο των 1.000€. Εξάλλου, για ποσά από 1.000€ έως 1.500€, το Δημόσιο μπορεί να κατασχέσει το ½ του ποσού που ξεπερνάει τα 1.000€. π.χ. σε περίπτωση μισθού ή σύνταξης ύψους 1.400€, το Δημόσιο μπορεί να κατασχέσει το μισό των 400€, δηλαδή 200€. Για ποσά μεγαλύτερα των 1.500€, το Δημόσιο μπορεί να κατασχέσει όλο το ποσό που ξεπερνάει τα 1.500€ συν 250€ που αντιστοιχούν στο ½ των 500€.
Μεγάλο ζήτημα ανακύπτει και θέλει επομένως πολλή προσοχή η περίπτωση που υπάρχει συνδικαιούχος στον τραπεζικό λογαριασμό όπου κατατίθεται η σύνταξη ή ο μισθός. Το Δημόσιο θεωρεί ότι εάν ο συνδικαιούχος αυτός έχει χρέη προς το Δημόσιο και δεν έχει δηλώσει και ο ίδιος τον συγκεκριμένο λογαριασμό ως ακατάσχετο, μπορεί να κατάσχει ελεύθερα έως και το ½ του ποσού που κατατίθεται στον λογαριασμό αυτό, ακόμη και αν η σύνταξη ή ο μισθός ανέρχονται σε ποσά πολύ χαμηλότερα των 1000€ ! Μπορεί δηλαδή μια συνταξιούχος να λαμβάνει μια πενιχρή σύνταξη των 400€ και να έχει συνδικαιούχο στον τραπεζικό λογαριασμό την κόρη της. Αν η κόρη έχει χρέη προς την εφορία και δεν έχει δηλώσει τον συγκεκριμένο λογαριασμό ως ακατάσχετο (π.χ. επειδή έχει δηλώσει ως τέτοιον έναν δικό της προσωπικό λογαριασμό μισθοδοσίας), τότε το Δημόσιο θα θεωρήσει ότι στην κόρη ανήκουν τα 200€ εκ των 400€ που μπαίνουν στον λογαριασμό και θα τα κατάσχει. Η δε μητέρα θα μείνει με τα 200€ να περάσει τον μήνα της και η τράπεζα θα νίπτει τας χείρας της καθώς απλώς θα εκτελεί την εντολή της εφορίας.
Στο σημείο αυτό δέον να υπομνησθεί και τονιστεί το αυτονόητο γεγονός ότι με την κατάθεση του ποσού σε έναν τραπεζικό λογαριασμό δεν παύει ο χαρακτηρισμός και η αιτιολογία της κατάθεσης να είναι σύνταξη ή μισθός. Ήτοι, η σύνταξη ή ο μισθός δια της καταβολής της από τον συνταξιοδοτικό φορέα ή τον εργοδότη σε τραπεζικό λογαριασμό δεν αποβάλλουν τον χαρακτήρα τους ως ακατάσχετη παροχή ούτε μεταβάλλονται ξαφνικά σε ελευθέρως κατασχετέα κατάθεση των τυχόν συνδικαιούχων, αλλά παραμένουν να συνιστούν τη σύνταξη ή το μισθό του κύριου δικαιούχου που προστατεύονται από την κατάσχεση, πόσο δε μάλλον όταν κατατίθενται σε λογαριασμό τραπέζης που έχει δηλωθεί ως ακατάσχετος.
Προς το παρόν οι αρμόδιες υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης δεν πείθονται από τα παραπάνω αυτονόητα επιχειρήματα. Μέχρι να λυθεί οριστικά το ζήτημα αυτό, η μόνη πρακτική λύση και συμβουλή για τους ενδιαφερόμενους είναι είτε να βγουν από συνδικαιούχοι τυχόν τρίτα πρόσωπα που έχουν χρέη προς το Δημόσιο είτε οι τυχόν συνδικαιούχοι να δηλώσουν τον ίδιο λογαριασμό στην Α.Α.Δ.Ε. ως ακατάσχετο.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ