Πρόκειται για ένα έθιμο της άνοιξης που προέρχεται από την εκκλησιαστική
μας παράδοση, καθώς αναφέρεται στο γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου, το οποίο τελούνταν
σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, όπως και στο Ρουμλούκι. Το έθιμο των
Λαζαρίνων έκτος από το ότι αναγγέλλει την ανάσταση του Λαζάρου, αναγγέλλει και το ξύπνημα, την ανάσταση της
φύσης με τον ερχομό της άνοιξης. Το έθιμο αυτό έχει προφανώς αρχαίες ρίζες και σχετίζεται
με τη γιορτή των αρχαίων Ανθεστηρίων, αλλά και με τους μύθους του Άδωνη και της
Περσεφόνης.
Οι Λαζαρίνες είναι ομάδες νεαρών κοριτσιών που επισκέπτονται όλα τα σπίτια του
χωριού τους, τραγουδώντας ένα είδος καλάντων, τα «Λαζαρ’κά», που αναφέρονται
στο Λάζαρο, την κάθοδό του στον Άδη και την ανάστασή του από τον Ιησού.
Στο Ρουμλούκι το έθιμο των Λαζαρίνων διαρκούσε από το απόγευμα της Παρασκευής,
παραμονή του Σαββάτου του Λαζάρου, μέχρι και την Κυριακή των Βαΐων. Στο έθιμο
αυτό συμμετείχαν νεαρές ελεύθερες κοπέλες ηλικίας 13-19 ετών που είχαν εισέλθει
σε ηλικία γάμου, δηλαδή είχαν φορέσει τον άσπρο σαγιά και το τσεμπέρι στο
κεφάλι. Το μπουλούκι, όπως ονομαζόταν μία ομάδα Λαζαρίνων, αποτελούνταν συνήθως
από 4 κοπέλες και ένα κοριτσάκι έως 12 ετών, την «καλάθαρο», που ακολουθούσε
την ομάδα και συγκέντρωνε με ένα καλάθι τις προσφορές (αυγά και χρήματα) που
τους έδιναν σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν. Όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή, οι
Λαζαρίνες προετοιμάζονταν μαθαίνοντας τους χορούς και τα τραγούδια που θα τους
ήταν αναγκαία για την επιτυχή τέλεση αυτού του εθίμου. Ως ενδυμασία τους φορούσαν
«τα λαζαργιάτ’κα» που αποτελούνταν από
τον άσπρο σαγιά, το τσεμπέρι στο κεφάλι στολισμένο με λουλούδια και μαντίλες
πολύχρωμες που κρεμούσαν στα ζωνάρια τους. Στα χέρια τους κρατούσαν μια μαντίλα
και φορούσαν κοσμήματα, δανεισμένα από παντρεμένες γυναίκες. Οι Λαζαρίνες
ξεκινούσαν την περιήγηση τους το απόγευμα της Παρασκευής κάνοντας το σταυρό
τους και λέγοντας το εξής τραγούδι:
«Κίνησαν οι Λαζαρίνες
την Παρασκιουβή
κι ως την Κυριακή του γιόμα τα ιστόλιζαν
κι την Κυριακή του βράδυ τα προυβόδιζαν».
Στο δρόμο βάδιζαν ανά ζεύγη και
από πίσω τους ακολουθούσε η «καλαθάρος». Πρώτα, επισκέπτονταν το κονάκι του
μπέη για να πάρουν άδεια, κατόπιν το σπίτι του ιερέα, του μουχτάρη (προέδρου)
και του δασκάλου. Απέφευγαν τα σπίτια με πένθος.
Εισερχόμενες στην αυλή ενός σπιτιού φιλούσαν το χέρι της νοικοκυράς και άρχιζαν
να χορεύουν τραγουδώντας ταυτόχρονα το τραγούδι του Λαζάρου:
«Ήρθιν η Λάζαρους, ήρθαν τα Βάϊα,
ήρθιν η Κυριακή, που τρών’ τα ψάρια.
Πού ’σι Λάζαρι σαβανουμένους κι μι του κιρί ζουμένους;
Σήκου Λάζαρι κι μην κοιμάσι,
ήρθι η μάνα σου απού την Πόλη,
σού φιρι χαρτί κι κουμπουλόϊ.
Γράφτι Θόδουρι, γράφτι Δημήτρη,
γράφτι Λιμουνιά κι Κυπαρίσσι.
Τώρα λάλησιν κι χιλιδόνι,
κι τ’ χρόν’».
Μόλις τέλειωναν, η νοικοκυρά τους φιλοδωρούσε με χρήματα και με αυγά που τα
έπαιρνε η «καλαθάρος» και τα τοποθετούσε στο καλάθι που κρατούσε. Το πρωί του
Σαββάτου του Λαζάρου, αφού ασπάζονταν τις εικόνες του σπιτιού και έκαναν το
σταυρό τους, οι Λαζαρίνες ξεκινούσαν για τη συνέχεια της περιοδείας τους
τραγουδώντας:
«Σ’κώστι τα παπλώματα,
τα διπλά τα στρώματα,
φέρτι να προυέψουμι,
κι ύστερα να κουσέψουμι».
Το πρωί της Κυριακής των Βαΐων
φορούσαν γεράνιο σαγιά (σκούρο μπλε) και
ξεκινώντας τη μέρα τους τραγουδούσαν:
«Σ’κώθ’κα Κυριακή ταχνίτσα κι ήταν κατιχνιά
κι μι δρόσισαν τα τσ’λούφια, τα σγουρά μαλλιά
κι μι δρόσισαν τ’ς σιρβέτις τις μεταξουτές.
Μόν’ του δρόμου, δρόμου πάνου, δρόμου γκιζιρώ,
βρίσκου μια μηλιά στου δρόμου, μήλα φουρτουμέν’,
έσκυψα να πάρου ένα κι μι μάλουσιν:
- Μη μι παίρνιτι τα μήλα, τα τραντάφυλλα,
τα ’χου αγάζουμ’ μιτρημένα κι η κυρά μ’ λουγαριασμένα,
δρόμουν γκιζιρώ, δρόμουν γκιζιρώ».
Μετά το πέρας της λειτουργίας της
Κυριακής των Βαΐων στο προαύλιο χώρο της εκκλησίας οι Λαζαρίνες χόρευαν, ανά
ομάδες 4 χορούς. Στη συνέχεια, κάθε μπουλούκι πήγαινε στα σπίτια του χωριού που
δεν είχε προλάβει να επισκεφτεί. Το μεσημέρι, κάθε μπουλούκι Λαζαρίνων έτρωγε
στο σπίτι της μεγαλύτερης σε ηλικία από αυτές, ψάρια ταβά στο φούρνο με
κρεμμυδάκια και το απόγευμα πήγαιναν να χορέψουν στο χοροστάσι του χωριού.
Με τη δύση του ήλιου κάθε μπουλούκι Λαζαρίνων μαζευόταν στο σπίτι της
μεγαλύτερης από αυτές, όπου μοίραζαν μεταξύ τους τα όσα είχαν συγκεντρώσει
(αυγά και χρήματα).