Γράφει ο Γ. Ξ. Τροχόπουλος
Ποιος απ΄τους παλιότερους άραγε δεν θυμάται αυτές τις περιβόητες κατασκηνώσεις , η λειτουργία των οποίων άρχιζε με την λήξη του σχολικού έτους; Διαρκούσαν περίπου 60 ημέρες (3 συνεχόμενα 20ήμερα δηλαδή) και φιλοξενούσαν γύρω στα 80 παιδιά την κάθε φορά. Λειτουργούσαν λοιπόν το καλοκαίρι μέσα σε ένα πανέμορφο μέρος στο Κωστοχώρι της Βέροιας σε υψόμετρο 700μ. σε μία τοποθεσία γεμάτη πλατάνια και δρένια. Αυτή η έκταση (10 στρέμματα περίπου) ανήκε στο χωριό και την είχε παραχωρήσει ο Αναγκαστικός Συνεταιρισμός Κωστοχωρίου στο Υπουργείο Παιδείας την δεκαετία του 1950, με σκοπό να γίνουν στον χώρο αυτόν κατασκηνώσεις.
Μόλις περνούσες την είσοδο της κατασκήνωσης ,υπήρχε μια μεγάλη υπαίθρια ,ξύλινη τραπεζαρία κάτω από ένα πλατάνι όπου τα παιδιά έπαιρναν το πρωινό αλλα και τα γεύματα της ημέρας. Υπήρχαν επίσης 4 κτίρια που χρησίμευαν για την διανυκτέρευση των παιδιών όπως επίσης μαγειρείο αλλά και ντουζιέρες με μπάνιο και όλα αυτά σε έναν τεράστιο χώρο για αθλοπαιδιές με γήπεδο μπάσκετ και γήπεδο ποδοσφαίρου.
Πολλά απογεύματα, εξορμούσαν ομαδικά οι μαθητές της κατασκήνωσης με τους δασκάλους τους και έκαναν πορεία γύρω απ’το χωριό και μέσα στο πανέμορφο δάσος από καστανιές. Το πιο ωραίο όμως γεγονός συνέβαινε την Κυριακή. Τότε λοιπόν τουλάχιστον 3 λεωφορεία γεμάτα από γονείς και συγγενείς των παιδιών έρχονταν στο χωριό και γινότανε το έλα να δεις από φωνές χαρούμενες ,κλάμματα και φασαρία από το σμίξιμο των παιδιών με τους γονείς τους στο καφενείο του Τάκου του Καταραχιά που λειτουργούσε στη πλατεία. Έσφυζε από ζωή το χωριό με εκατοντάδες γονείς και παιδιά που έκαναν βόλτες στο χωριό, στο δάσος αλλά και στον χώρο της κατασκήνωσης μέχρι τ’απόγευμα που ‘φευγαν οι γονείς και έμπαινε η ζωή και πάλη στους γνώριμους καθημερινούς ρυθμούς. Μ’αυτόν τον τρόπο λοιπόν περνούσε το 20ήμερο και έφτανε η ώρα του φευγιού, γιατί άλλαζε η βάρδια και έρχονταν τα παιδιά της επόμενης φουρνιάς. Αυτά που φεύγανε τα ζύγιζαν για να δουν πόσα κιλά πήρανε ενώ, θυμάμαι με συγκίνηση το πως κλαίγανε με λυγμούς πολλά από αυτά επειδή απλά δεν θέλαν να αποχωριστούν το πανέμορφο αυτό μέρος. Ζούσε στο χωριό ένας θείος μου, ο Μιχάλης ο Τροχόπουλος-αιωνία του η μνήμη- στο σπίτι του οποίου έμενα τα καλοκαίρια οικογενειακώς, για αυτό και έχω ιδιαίτερα ζωηρές αναμνήσεις.
Πέρασε όμως ο καιρός, σταμάτησε η κρατική χρηματοδότηση και οι κατασκηνώσεις ερήμωσαν, κρανίου τόπος, μόνο οι αναμνήσεις έμειναν.
Τι μπορεί να γίνει όμως από τώρα και πέρα;
Καταρχήν ο χώρος πρέπει πάλι να ξαναλειτουργήσει, δεν το συζητώ. Φυσικό και επόμενο είναι ότι θα χρειαστούν κονδύλια για την επισκευή των κτιρίων που υπάρχουν αλλά και την περιποίηση του χώρου, της κατασκήνωσης γενικότερα.
Έχω την γνώμη ότι αυτό μπορεί να γίνει με όχι πολλά χρήματα απ’το Υπουργείο Παιδείας αλλά και απ’τον Δήμο και την Περιφέρεια όπως και με ένα μικρό «χαράτσι» στους γονείς των παιδιών για το 20ήμερο της κάθε περιόδου της κατασκήνωσης (τώρα που είμαστε μαθημένοι στα χαράτσια και δεν μας πειράζει) ώστε να λειτουργήσει και πάλι ο χώρος σε ένα ιδανικό μέρος με καταπληκτικό κλίμα και νερό. Να σημειώσω εδώ ότι τα δύσκολα χρόνια της προπολεμικής εποχής και όχι μόνο που θέριζε η φυματίωση τα μόνα χωριά που υποδείκνυαν οι γιατροί-φυματιολόγοι της Θεσσαλονίκης –εκτός του Ασβεστοχωρίου που ήταν κοντά στη Θεσσαλονίκη- ήταν το Κωστοχώρι και η Κόκκοβα (σημερινό Πολυδένδρι).
Σήμερα, κοντά στην είσοδο της κατασκήνωσης υπάρχει ένα εκκλησάκι 600 ετών, ο Άγιος Αθανάσιος, ένα αληθινό διαμάντι, όπου οι μνήμες της Καππαδοκίας έσμιξαν με την Μακεδονική ζωγραφική και έτσι η Ημαθία μπορεί να δείχνει στους επισκέπτες της έναν θησαυρό. Πρόκειται για ένα εκκλησάκι που υπήρξε κοινόβιο για κάποιους Καππαδόκες μοναχούς τα δε Οθωμανικά κιτάπια μαρτυρούν ότι στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη δίπλα στον Άγιο Αθανάσιο υπήρχε το Κωστοχώρι, που έγινε πάλι τον 20 αιώνα καταφύγιο Ποντίων προσφύγων. Το εκκλησάκι αποκατέστησε πλήρως η Εφορία Αρχαιοτήτων Ημαθίας.
Αξίζει να αναφέρω εδώ ότι ο παλιός δρόμος Βεροίας- Σελίου περνούσε μέσα απ’το Κωστοχώρι το τμήμα δε -χωμάτινο τότε- Βεροίας-Κωστοχωρίου αποτελούσε ειδική διαδρομή του Ράλλυ Ακρόπολης. Σήμερα είναι στρωμένο με άσφαλτο και απομένει ένα τμήμα 6χλμ. που πρέπει να ασφαλτοστρωθεί για να συνδεθεί το χωριό με το Σέλι και να αποτελέσει αφενός μια εναλλακτική διαδρομή για το Σέλι και αφετέρου να βγάλει το χωριό από το αδιέξοδο που βρίσκεται. Γνωρίζω ότι υπάρχει ένα σχετικό έγγραφο αίτημα του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κωστοχωρίου προς την Περιφέρεια για το θέμα αυτό, της ασφαλτόστρωσης δηλαδή των 6 αυτών χλμ. που πρέπει να δει με κατανόηση ο Περιφερειάρχης, γιατί υπάρχει ήδη μελέτη για την ασφαλτόστρωση αυτού του κομματιού, και προ ετών είχε γίνει η διευθέτηση του κομματιού με αποστραγγιστικά έργα αλλά και είναι χαρακτηρισμένο ως Νομαρχιακή οδός. Εάν τελικά γίνει αυτή η ασφαλτόστρωση, τότε τα χωριά του Βερμίου όπως π.χ Πατρίδα, Τρίλοφος ,Φυτειά, Κωστοχώρι, Κουμαριά, Σέλι, Αρκοχώρι, Ξηρολίβαδο, Βρωμοπήγαδο θα είναι πολύ εύκολα προσβάσιμα. Επίσης, θα είναι πολύ εύκολη η πρόσβαση στο Σέλι από Έδεσσα, Νάουσα, Βέροια, Γιαννιτσά, Κοζάνη κ.λ.π.
Όλα μπορούν να γίνουν αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση.
Θα κλείσω αυτό το σημείωμα, με ένα ευτράπελο που συνέβη στο Κωστοχώρι την δεκαετία του ‘90. Είχα κάνει μια ομάδα ποδοσφαίρου από παιδιά Κωστοχωριτών και δώσαμε ραντεβού με την ποδοσφαιρική ομάδα της κατασκήνωσης για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο γήπεδο της κατασκήνωσης ,με εμένα διαιτητή.
Άρχισε ο αγώνας, αλλά απ’ό,τι είδα στην πορεία στην ομάδα των κατασκηνωτών υπήρχαν κάτι παιδιά από το Ρουμλούκι κυρίως που έπαιζαν τρομερή μπάλα ,ανάποδα ψαλλίδια, φοβερές ντρίπλες, μακρυνές μπαλιές ακριβείας και καρφωτές κεφαλιές φανταστικές, που θα ζήλευε και ο Μέσσι σήμερα. Μεγάλοι μπαλαδόροι για την ηλικία τους και τα γκολ έπεφταν βροχή. Αναγκάστηκα να δώσω 2 πέναλτι «μαϊμού» υπέρ των Κωστοχωριτών για να μπορέσουν να ρεφάρουν, αλλά τίποτα. Εν τω μεταξύ, όλα τα παιδιά της κατασκήνωσης, που δεν έπαιζαν στον αγώνα, είχαν μαζευτεί γύρω απ’το γήπεδο φωνάζοντας εις βάρος μου εν χορώ «ΠΟΥΛΗΜΕΝΕ , ΠΟΥΛΗΜΕΝΕ!» και φαινόντουσαν πως είχαν άγριες διαθέσεις γιατί πριν από λίγο είχα ακυρώσει και 2 έγκυρα γκολ των κατασκηνωτών. Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Γύρισα με τρόπο λοιπόν προς την ομάδα μου και τους είπα μόλις σφυρίξω 3 φορές συνεχόμενες να τρέξουν προς την έξοδο και αυτό γιατί απαγορευόταν να περάσουν την πόρτα εξόδου οι κατασκηνωτές χωρίς την άδεια των αρμοδίων. Έτσι και έγινε λοιπόν, τρέξαμε με αγωνία προς την έξοδο, μας ακολούθησαν τρέχοντας και με αλαλαγμούς όλα τα παιδιά της κατασκήνωσης μόλις κατάλαβαν τι κάναμε, αλλά με το που βγήκαμε από την πόρτα τέλος η αγωνία, δεν τους επέτρεψαν οι δάσκαλοι και οι φύλακες να βγουν έξω. Έτσι, γλιτώσαμε το ξύλο και πιο πολύ φυσικά εγώ, ο «πουλημένος».