« Αν είναι για τη πατρίδα θα το κόψω το κρασί»
Γράφει ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Φιλόλογος
Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα σε ένα ταβερνάκι κοντά σε κάποια περιοχή της παραλίας του Πειραιά πλησίον του τελωνείου συνήθιζε να πηγαίνει τα απογεύματα ένας γεροδεμένος άντρας, ηλικίας 40-50 ετών. Ερχότανε, έπινε το ουζάκι και το κρασάκι του και έλεγε διάφορες ιστορίες παρέα με τους φίλους του . Το παρουσιαστικό του έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος της θάλασσας. Πολλοί πήγαιναν και απολάμβαναν τις θαλασσινές ιστορίες, γεμάτες μυστήριο. Κάποια μέρα παρουσιάστηκαν στο ταβερνάκι δυο άνδρες άγνωστοι οι οποίοι τον αναζητούσαν. Είχαν, φαίνεται, τις πληροφορίες τους για αυτόν και αφού βεβαιώθηκαν για την ταυτότητά του πήραν το θάρρος και κάθισαν στο τραπέζι του . Γρήγορα άρχισαν μια φιλική συζήτηση μαζί του. Οι άγνωστοι στην αρχή μιλούν γενικά και αόριστα χωρίς να μπορεί ο ναυτικός μας να τους καταλάβει . Κάποια στιγμή σηκώθηκε και σε έντονο ύφος προσπαθώντας να κρύψει την υποψία του για το μυστικό που θέλουν να του εμπιστευθούν, τους ρωτούσε τι ακριβώς θέλουν.. Τα χρόνια εκείνα πολλές φορές ταξιδιώτες από διάφορα μέρη παρουσιάζονταν και μετέδιδαν πληροφορίες για κάποιο ξεσηκωμό. Ο κόσμος το συνήθισε και δεν τους πίστευε άλλο. Οι δυο ξένοι όμως επέμεναν. Κατάλαβε ότι κάποιο σοβαρό μυστικό ήθελαν να του αποκαλύψουν. Η υποψία του επαληθεύτηκε σε λίγο. Αποδείχτηκε ότι πράγματι οι άγνωστοι έχουν να του μεταφέρουν ένα σοβαρό μήνυμα. Αμέσως για το ναυτικό μας τα πάντα άλλαξαν μάσα του. Μια έντονη αγωνία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και άρχισε να ζητά εξηγήσεις. Τα χέρια του τρέμουν, τα μάτια του βούρκωσαν και κάποια τολμηρά δάκρυα έκαναν τη σύντομη διαδρομή στο πρόσωπο του. Αποκαλύφθηκε ότι οι ξένοι ήταν άνθρωποι αποσταλμένοι από την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας και τον αναζητούσαν. Ήρθαν να μιλήσουν σοβαρά μαζί του. Γνωρίζουν την εμπειρία του και το κύρος του στο ναυτικό κόσμο στο νησί της Ύδρας από το οποίο θεωρείτο ότι κατάγεται. Με τρεμάμενη φωνή ο ένας από τους δύο ξένους του είπε ότι θα του αποκάλυπταν κάποιο μυστικό για το Μεγάλο Ξεσηκωμό του Γένους για την ελευθερία της πατρίδος. Τον ρώτησαν. «Θέλεις και συ να λάβεις μέρος σε αυτόν τον αγώνα? Αν συμφωνήσεις θα μας ακολουθήσεις και θα ενταχθείς στην οργάνωσή μας.» Εκείνος πρόθυμος απάντησε καταφατικά με ένα νεύμα και βαρύ αναστεναγμό, ενώ προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει τα πατριωτικά του αισθήματα. Αισθανόταν ότι τον έπνιγε ο λυγμός στο λαιμό του . Συγκινημένοι οι δύο Φιλικοί προχώρησαν στην επόμενη φάση του σχεδίου τους. Και μακριά από τα βλέμματα των άλλων του είπαν. «Υπάρχει ένας βασικός όρος τον οποίο πρέπει αυτήν την στιγμή να τον αποδεχτείς και να μας υποσχεθείς ότι θα τον τηρήσεις για να ακολουθήσουν τα υπόλοιπᨻ. «Δεκτός» έσπευσε αμέσως να απαντήσει, χωρίς ακόμα να τον ακούσει τον όρο, διότι κατάλαβε. « Πρέπει να κόψεις το κρασί.» και εκείνος γεμάτος ενθουσιασμό απάντησε: «Αν είναι για την πατρίδα και για το έθνος θα το κόψω αμέσως το κρασί και είμαι έτοιμος να θυσιάσω ακόμα και τη ζωή μου για την ελευθερία της.» Όπως διηγείτο αργότερα στους δικούς του για εκείνη τη στιγμή, έλεγε, ότι λυτρώθηκε από τα προβλήματα της ζωής του και ότι με καθαρή τη συνείδηση πορεύεται για τη θυσία στο βωμό της ελευθερίας.
Ο ναυτικός μας ήταν Ό ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ. Αυτός ήταν ο θαλασσόλυκος που την ίδια στιγμή στο τραπέζι έκοψε το κρασί και ακολούθησε τους συμπατριώτες του για τις λεπτομέρειες της έναρξης της δράσης . Τον Απρίλιο του 1822 αναγνωρίστηκε ως ναύαρχο της ναυτικής δύναμης της Ύδρας και με τη συνεργασία και των άλλων αρχηγών του ναυτικού διέλυσε τον τουρκικό στόλο στο λιμάνι του Πειραιά και τον τίναξε στον αέρα σαν τα βεγγαλικά του Πάσχα. Γεννήθηκε το 1769 στα Φύλλα της Εύβοιας από όπου η οικογένειά του μετακόμισε στην Ύδρα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Βώκος γιος του πλοιοκτήτη Δημητρίου Βώκου. Με το ναυτικό στόλο της Ύδρας μαζί και με τα άλλα δύο μικρά νησιά, τα Ψαρά και τις Σπέτσες κράτησαν τον τουρκικό στόλο μακριά από τις μάχες των Ελλήνων της ηπειρωτικής Ελλάδος. Όταν τελείωσε ο πόλεμος το 1832 έλαβε το αξίωμα του αρχηγού του Ελληνικού στόλου ως Γενικός Επιθεωρητής. Τιμήθηκε και με άλλα αξιώματα, αλλά και με το Μεγαλόσταυρο του Σωτήρα. -Μετά από λίγο διάστημα προσβλήθηκε από φυματίωση. Πέθανε στην Αθήνα ( 11 Ιουνίου 1835) και ενταφιάστηκε στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά δίπλα στον τάφο του Θεμιστοκλή. Η καρδιά του ταριχεύτηκε και μεταφέρθηκε στο τότε Υπουργείο των Ναυτικών. Σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο της Ύδρας. Η παραλία εκείνη του Πειραιά από τότε ονομάζεται ΑΚΤΗ ΜΙΑΟΥΛΗ, στη μνήμη του μεγάλου μπουρλοτιέρη της πατρίδας εναντίων των Τούρκων, όταν άνοιξε η αυλαία του Μεγάλου Ξεσηκωμού-. ( γράφει: Νίκος Γιαννόπουλος-Ιστορικός)
Κάπως έτσι λειτουργούσαν όλοι οι αγωνιστές το 1821 που εξελίχθηκαν, σε ήρωες του Έθνους των Ελλήνων παρά τα όποια ελαττώματα και τα λάθη τους. Μη ξεχνάμε ότι ζούσαν αιώνες κάτω από την επονείδιστη σκλαβιά. Μέσα από τους καπνούς και τις θυσίες των αγωνιστών εκείνων και όλου του ελληνικού λαού το 1821 άρχισε να φαίνεται στον ορίζοντα η αυγή της Ελευθερίας του Γένους.
Για όλους αυτούς είναι αφιερωμένη η μέρα μνήμης του Έθνους μας η 25η Μαρτίου του 1821. Στις σχολικές γιορτές στις αίθουσες των σχολείων και των Πανεπιστημίων όλους αυτούς τους αθάνατους ήρωες περιμένουμε να δούμε αναρτημένους στους τοίχους την 25η Μαρτίου μαζί με τη γαλανόλευκη σημαία μας. Για να θυμούνται οι μεγάλοι και να διδάσκονται οι νέοι. Αυτός είναι ο ιστορικός μας δρόμος.
Όλοι οι Έλληνες σήμερα αντικρίζουν την καρδιά του ως ένα σύμβολο θυσίας και μέσα τους ανάβουν το καντηλάκι της αιώνιας μνήμης τους.