Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Η επιδραστικότητα του αθλητισμού και κυρίως του ποδοσφαίρου στο κοινωνικό γίγνεσθαι είναι διαχρονική και αναμφισβήτητη. Μεγάλος αριθμός ανθρώπων επηρεάζεται καθοριστικά στην καθημερινότητά του από την επιτυχία ή αποτυχία της αγαπημένης του ομάδας, ο δε τρόπος ζωής τους και η θετική ή αρνητική ψυχολογία τους συμπλέκεται άρρηκτα με τη νίκη ή την ήττα του συλλόγου που υποστηρίζουν. Οι πρωταγωνιστές, αθλητές και διοικητικοί παράγοντες, γίνονται είδωλα, εμπνέουν με τις δηλώσεις και τα επιτεύγματά τους και εξελίσσονται σε πρότυπα που όλοι θαυμάζουν και ονειρεύονται να μιμηθούν.
Δεν είναι συνεπώς καθόλου τυχαίο ότι γύρω από τον αθλητισμό και τα εμπλεκόμενα με αυτόν πρόσωπα έχει στηθεί ένα τεράστιο παιχνίδι, πολυδιάστατων συμφερόντων, χορηγών και διαφήμισης, στο οποίο όλοι αγωνίζονται να λάβουν ενεργό ρόλο.
Η ταύτιση των οπαδών με την ομάδα τους είναι τόσο έντονη, μοναδική και αναλλοίωτη στο χρόνο που δε διστάζουν να κινηθούν στα όρια της νομιμότητας και ενίοτε να τα ξεπεράσουν προκειμένου να την υποστηρίξουν, όταν αισθανθούν ότι θίγονται τα συμφέροντά της και τα κεκτημένα της. Ακόμη και στην αποτυχία, στην ήττα και στον υποβιβασμό είναι δίπλα της, στήριγμα δυνατό, με το όνειρο της μελλοντικής επιτυχίας και της κατάκτησης ενός τίτλου.
Κάτω αυτό το πρίσμα μόνο μπορεί να εξηγηθεί η θεοποίηση ενός ισχυρού επιχειρηματία που δε φείδεται κόπου, χρόνου και χρημάτων για να οδηγήσει την αγαπημένη του ομάδα στην κορυφή. Ο οπαδός τον λατρεύει γιατί την ώρα του αγώνα ο διοικητικός ηγέτης ταυτίζεται μαζί του, βιώνει την αγωνία του και τρελαίνεται όταν αντιλαμβάνεται ότι η ομάδα του αδικείται. Εκείνη τη στιγμή ουδόλως τον απασχολεί η επένδυσή του, το πρόβλημά του δεν είναι οικονομικό. Το συναίσθημα κυριαρχεί της ψυχρής λογικής και εκδηλώνεται με συμπεριφορές πολλές φορές ακραίες και έντονες που δε βοηθούν την ομάδα, αλλά οδηγούν στην τιμωρία της.
Αυτή όμως η ανθρώπινη διάσταση ενός ισχυρού κατά τα άλλα οικονομικού παράγοντα, που παρότι κατάφερε με τον αγώνα, την ευφυία του και την ψυχρή λογική του να χτίσει και να διοικεί μια αυτοκρατορία, εντούτοις δεν κρύβει τα πάθη και τις αδυναμίες του, είναι που τον αναγάγει στο επίπεδο ενός λαοπρόβλητου ηγέτη με ταγμένους οπαδούς, πιστούς και μόνιμους ακολούθους στα κελεύσματά του.
Ποια αλήθεια πολιτική προσωπικότητα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι ανάλογο; Ποιος, όσο ψηλά και αν βρίσκεται στην κομματική ιεραρχία, μπορεί να κινητοποιήσει και να εμπνεύσει με το παράδειγμά του ;
Έτσι εξηγείται που οι πολίτες σταδιακά απομακρύνονται από τα κοινά, απαξιώνουν την πολιτική, δεν ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα, επιλέγουν συνειδητά την αποχή ή ψηφίζουν στη λογική «το μη χείρον βέλτιστον» νιώθοντας προδομένοι και απογοητευμένοι. Άλλωστε, πως είναι δυνατόν να αποτελέσουν πρότυπα άνθρωποι χωρίς επαγγελματικά ένσημα, χωρίς υλοποιήσιμες ιδέες, χωρίς ευρηματικότητα, χωρίς συνδυαστική σκέψη στην επίλυση προβλημάτων;
Γι’ αυτό ακριβώς οι ψηφοφόροι αποτελούν είδος προς εξαφάνιση, ενώ οι οπαδοί εμφανίζονται στο προσκήνιο δυναμικά, χωρίς να ζητούν κάτι, χωρίς να επιδιώκουν ανταπόδοση. Όποιος δείχνει ενδιαφέρον γι’ αυτούς και την ομάδα που αγαπούν και προσπαθεί να τους κάνει χαρούμενους, άσχετα εάν το κατορθώνει, κερδίζει την εμπιστοσύνη τους και την αιώνια πίστη τους.
Κάτω από αυτές τις ιδιάζουσες συνθήκες, δεν μπορώ να αντιληφθώ με ποια λογική η πολιτική και οι πολιτικοί θα κατορθώσουν να νομοθετήσουν κανόνες που θα αντέξουν στο χρόνο, θα γίνουν αντικείμενο σεβασμού και θα εφαρμοστούν με επιτυχία.
Σε κάθε περίπτωση ας μην ξεχνάμε ότι παγκοσμίως το αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου είναι θεσμικά κατοχυρωμένο και από όλους σεβαστό. Γιατί και στην περίπτωση αυτή να αποτελούμε άλλη μια θλιβερή εξαίρεση ;
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ