Υψηλότερο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες (27,5%) σε σχέση με το επίσημο εμφανίζεται το ποσοστό ανεργίας στην Ετήσια Έκθεση (2018) για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ που παρουσιάστηκε χθες.
Όπως αναφέρεται στην πολυσέλιδη Έκθεση με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 υπάρχει μια τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας, ωστόσο όπως υποστήριξε ο Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης που παρουσίασε την Έκθεση, αυτή η βελτίωση δεν οφείλεται στην επιτυχία των προγραμμάτων προσαρμογής αλλά στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των νέων θέσεων εργασίας είναι μερικής απασχόλησης, που σημαίνει ότι τα εισοδήματα είναι πολύ χαμηλά. «Θα ήταν μία προοπτική εξόδου από την κρίση αν άλλαζαν προς το ποιοτικότερο μια σειρά από μεγέθη της ελληνικής αγοράς εργασίας με δημιουργία θέσεων πλήρους απασχόλησης» είπε χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα στην Έκθεση σημειώνεται ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες και στους νέους ‒ακόμα και σ’ αυτούς με υψηλή ειδίκευση‒ καθώς και στις Περιφέρειες της Βόρειας και της Δυτικής Ελλάδας, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι ξεπερνούν το 70% του συνόλου των ανέργων.
Όσον αφορά τις μεταβολές στην απασχόληση, το ποσοστό των απασχολουμένων στο σύνολο του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 54,6%, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με τις χειρότερες στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά σημαντικά χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα.
Για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ),στην Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αναφέρεται ότι οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές ΣΣΕ εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ολιγάριθμες, ενώ για όγδοη χρονιά οι επιχειρησιακές ΣΣΕ υπερτερούν συντριπτικά.
«Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2017 υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές/ομοιο-επαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις, δηλαδή στα ίδια περίπου επίπεδα με τα προηγούμενα έτη. Αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 244, αντιπροσωπεύοντας το 92% του συνόλου των ΣΣΕ. Την ίδια στιγμή οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά, αφού μειώνεται η ποσοστιαία αναλογία τους από 79% το 2009 σε 45% το 2017, ενώ η ποσοστιαία αναλογία των νέων προσλήψεων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάζεται. Ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2017 αντιστοιχούν στο 54,9%».
Σχετικά με το δείκτη φτώχειας ενδεικτικά σημειώνεται ότι αυξάνεται από 27,6% το 2009 σε 36% το 2014 για να μειωθεί ελαφρώς στο 35,6% το 2016 (διαθέσιμο εισόδημα 2015). «Επίσης, δυσχερέστερη γίνεται η θέση των μη μισθωτών εργαζόμενων (αυτοαπασχολού- μενοι) σε αντίθεση με τους μισθωτούς, όπου το ποσοστό φτώχειας παρουσιάζει μικρή υποχώρηση».
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση παρόλο που το ποσοστό φτώχειας εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης στην ανοδική πορεία των προηγούμενων χρόνων, η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται το 2016 για όλες σχεδόν τις κατηγορίες καταναλωτικών αναγκών, ενώ η απόκλιση ως προς το επίπεδο διαβίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της περιόδου 2009-2016.
Όσον αφορά το κομμάτι της Έκθεσης για την ελληνική οικονομία αναφέρεται ότι, μέχρι και το γ΄ τρίμηνο του 2017 εμφανίζει ενδείξεις εύθραυστης σταθεροποίησης σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, χωρίς ενδογενή δυναμική, γεγονός που θέτει την Ελλάδα σε μια δυναμική απόκλισης από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, τα οποία -για πρώτη φορά μετά την κρίση του 2007-2008- καταγράφουν ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
«Η ελληνική οικονομία έχει πλέον εξέλθει από το καθεστώς υψηλών δημοσιονομικών ανισορροπιών, αλλά με μη βιώσιμο και μη διατηρήσιμο τρόπο». Σημειώνεται ότι το διάστημα Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2017 οι έμμεσοι φόροι αντιστοιχούσαν στο 56,6% των φορολογικών εσόδων του κράτους, έναντι 54% το 2016.
«Στο πλαίσιο αυτό, οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα για την περίοδο 2018-2022, σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα για το μελλοντικό χρηματοδοτικό σχήμα της ελληνικής οικονομίας (ειδικά εάν αυτό συνοδευτεί με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα), είναι πολύ πιθανό να συντηρήσουν το κλίμα αβεβαιότητας όσον αφορά τη μεσομακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς και τη φερεγγυότητα και την πιστοληπτική αξιοπιστία του Δημοσίου».Οι μόνοι κλάδοι τονίζεται που παρουσιάζουν μια ήπια τάση ανάκαμψης είναι της γεωργίας και της μεταποίησης, ενώ το γ΄ τρίμηνο του 2017, η κατανάλωση παρέμεινε στάσιμη, κυμαινόμενη όμως σε επίπεδο υψηλότερο του διαθέσιμου εισοδήματος.
Η εξέλιξη των μισθών, αναφέρει η Έκθεση κατά το 2017, εμφανίζει σταθεροποίηση στα χαμηλά επίπεδα τα οποία έχουν διαμορφωθεί. Στον ιδιωτικό τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,5% το 2017 από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί δραστικά, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνι- αίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 16,8% το 2017 (από 35,7% το 2009). Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009). Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2107 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009)».
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος δήλωσε σχετικά με τη Έκθεση ότι «είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για τι πραγματικά συμβαίνει στην οικονομία και την κοινωνία» και σχολίασε «δεν υπάρχει καμιά ιδιαίτερη αναπτυξιακή ώθηση,υπάρχει μια σταθερότητα στα κατώτερα επίπεδα της οικονομίας από το 2013 μέχρι σήμερα και αυτή η σταθερότητα δεν προοιωνίζει τίποτα καλό για το μέλλον, αν δεν ληφθούν σοβαρές και τολμηρές πρωτοβουλίες», ενώ τόνισε την ανάγκη να συμφωνηθεί πραγματικά ότι αν βγει η χώρα από το μνημόνιο και υπάρχουν προαπαιτούμενα όπως η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου θα οδηγηθούμε σε νέα δεινά για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους