Του Νίκου Λυσίτσα*
Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές , είτε προκηρυχθούν πρόωρα με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού, είτε διεξαχθούν τον Σεπτέμβριο του 2019 με την λήξη της τρέχουσας κοινοβουλευτικής τετραετίας, θα διενεργηθούν με το ίδιο εκλογικό σύστημα που ίσχυε και στις προηγούμενες: 250 βουλευτικές έδρες θα κατανεμηθούν , με απλή αναλογική, μεταξύ των Κομμάτων που θα έχουν λάβει ποσοστό 3% και πάνω, ενώ 50 έδρες θα απονεμηθούν στο πρώτο Κόμμα.
Με αυτό τον τρόπο η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης, ακόμη και μέσα από τη συνεργασία δύο ή τριών Κομμάτων, προβάλλει ως το πιο πιθανό αποτέλεσμα της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Όμως αυτή η Κυβέρνηση (όποια κι αν είναι) θα τεθεί, από την πρώτη στιγμή, αντιμέτωπη με τον σκόπελο της προεδρικής εκλογής του 2020. Κι αν αποβεί άκαρπη αυτή η προεδρική εκλογή (για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον 180 ψήφοι), τότε υποχρεωτικά οι βουλευτικές κάλπες θα ξαναστηθούν την Άνοιξη του 2020, αλλά με «απλή αναλογική» αυτή τη φορά.
Αυτό σημαίνει πως κανένα Κόμμα δεν θα διαθέτει, στη μεθεπόμενη Βουλή, μια σχετική αριθμητική υπεροχή εδρών , που θα του επιτρέπει να αποτελεί τον κορμό μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Σημαίνει, δηλαδή, πως η Χώρα κινδυνεύει να βυθιστεί σε μια μακρά περίοδο ακυβερνησίας και αβεβαιότητας.
Γιατί η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε τις διοικητικές δομές ούτε την πολιτική παράδοση ούτε την κουλτούρα συνεργασιών, που απαντώνται σε άλλες ευρωπαϊκές Χώρες, όπου το Κράτος συνεχίζει να λειτουργεί αποδοτικά και αξιόπιστα, ενώ επί μήνες διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ των Κομμάτων προκειμένου να συγκροτήσουν Κυβέρνηση.
Στη Χώρα μας η προοπτική της διεξαγωγής δύο βουλευτικών εκλογών (μιας μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019 και μιας την Άνοιξη του 2020) στενεύει απελπιστικά τους ορίζοντες της επόμενης Κυβέρνησης (όποια κι αν είναι αυτή) και μειώνει εκ προοιμίου τη δυνατότητά της να χαράξει μακρόπνοο προγραμματισμό.
Αλλά, το συμφέρον της Χώρας, τόσο στα εθνικά μέτωπα, όσο και στον οικονομικό-αναπτυξιακό στίβο, επιτάσσει η επόμενη κυβέρνηση (επαναλαμβάνουμε: όποια κομματική ταυτότητα κι αν έχει) να μπορεί να καταστρώσει και να υλοποιήσει πρόγραμμα με ορίζοντα τετραετίας.
Να μπορεί να χειριστεί τα κρίσιμα εθνικά θέματα και τις προκλήσεις των οικονομικών υποχρεώσεων της Χώρας, χωρίς το φάσμα μια «αναγκαστικής» προσφυγής σε νέες εκλογές το 2020.
Για να αποφευχθεί το αδιέξοδο μιας άκαρπης προεδρικής εκλογής το 2020 θα πρέπει:
α) Ή να πιστέψει κανείς πως όλες οι πολιτικές δυνάμεις που θα μετέχουν στην επόμενη Βουλή θα διαθέτουν τέτοιο επίπεδο πολιτικής ωριμότητας, ώστε να μην μετατρέψουν την εκλογή του Ρυθμιστή του Πολιτεύματος σε μοχλό για την πτώση μια Κυβέρνησης και σε παίγνιο για την πρόκληση νέων βουλευτικών εκλογών. Αλλά πώς να το πιστέψει κανείς αυτό, όταν η ιστορία των προεδρικών εκλογών στην Ελλάδα διδάσκει ακριβώς το αντίθετο…,
β) ή να επισπευσθεί η προεδρική εκλογή, ώστε αυτή να διενεργηθεί (χωρίς το όριο των 180 ψήφων) με την έναρξη της θητείας της νέας Κυβέρνησης.
Πως μπορεί να γίνει αυτό; Την λύση την υποδεικνύει σε πρόσφατο άρθρο του, στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο τ. Υπουργός κ. Στ. Μάνος.
Η λύση που προσφέρει στην επόμενη Κυβέρνηση (όποια κι αν είναι αυτή) καθαρό πολιτικό ορίζοντα τετραετίας, η λύση που απομακρύνει το ενδεχόμενο διαρκούς ακυβερνησίας διά της άμεσης –και πιθανότατα οριστικής – επιβολής της απλής αναλογικής στις βουλευτικές εκλογές, η λύση που υπαγορεύει το συμφέρον της Χώρας προβλέπεται από το Σύνταγμα και είναι πολύ απλή.
Προϋποθέτει όμως μια θυσία: την παραίτηση του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας.
Με την παραίτηση του Προέδρου πριν από την λήξη της θητείας του, θα κληθεί η τωρινή Βουλή να εκλέξει (με τουλάχιστον 180 ψήφους) νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Αν εκλεγεί νέος Πρόεδρος Δημοκρατίας, η νέα Κυβέρνηση (όποτε προκύψει, είτε μέσω πρόωρων εκλογών, είτε τον Σεπτέμβριο του 2019) δεν θα έχει να αντιμετωπίσει κανένα σκόπελο προεδρικής εκλογής. Η πενταετής προεδρική θητεία θα προχωράει στον χρόνο παράλληλη με την δική της τετραετή θητεία.
Αν η τωρινή Βουλή δεν καταφέρει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τότε θα προκηρυχθούν βουλευτικές εκλογές και η επόμενη Βουλή θα εκλέξει, σε κάθε περίπτωση, νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα θα αναδείξει και μια νέα Κυβέρνηση με τετραετή προοπτική.
Ίσως αντιτείνει κάποιος πως η προτεινόμενη λύση δεν συνάδει με το κύρος και την περιωπή των συνταγματικών θεσμών, και δη του προεδρικού αξιώματος. Όμως αυτός ακριβώς ο θεσμός χρησιμοποιήθηκε απροκάλυπτα, σε σειρά προηγούμενων προεδρικών εκλογών, για την εκβίαση της προκήρυξης πρόωρων εκλογών και την εξυπηρέτηση στενά κομματικών επιδιώξεων.
Η προτεινόμενη λύση δεν θίγει το κύρος του θεσμού. Αντίθετα τον προφυλάσσει από τον κίνδυνο να ευτελιστεί για μια ακόμη φορά, την Άνοιξη του 2020, μετατρεπόμενος σε εργαλείο για την ανατροπή μιας Κυβέρνησης και για την περιέλευση της Χώρας σε κατάσταση διαρκούς ακυβερνησίας.
Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, η εφαρμογή αυτής της απλής λύσης προϋποθέτει πως η θεμιτή και απόλυτα σεβαστή φιλοδοξία του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας, για ολοκλήρωση και ανανέωση της θητείας του, θα υποταχθεί στο «γενικό συμφέρον και την πρόοδο του ελληνικού λαού».
Και επειδή ακριβώς με την αναφορά στο «γενικό συμφέρον και την πρόοδο του ελληνικού λαού» κορυφώνεται ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας, θέλουμε να πιστεύουμε πως ο Καθηγητής της νομικής Προκόπης Παυλόπουλος, που κοσμεί το προεδρικό αξίωμα, θα προτιμήσει να υποβληθεί σ’ αυτή την θυσία.
*Ιατρός – Καρδιολόγος
τ. Πρόεδρος Νομαρχιακού Συμβουλίου Ημαθίας