«Πάει καιρός που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό της Ανατολής ένας άντρας με τέσσερις γιους. Ο μικρότερος ήταν γύρω στα τριάντα, ενώ τ’ αδέλφια του 35, 37 και 40 χρόνων. Ο πατέρας είχε μόλις περάσει τα εξήντα, επειδή όμως την εποχή εκείνη το προσδόκιμο ζωής ήταν γύρω στα 40 χρόνια, στην ουσία ήταν ένας ηλικιωμένος με όλα τα προβλήματα της γεροντικής ηλικίας. Το μυαλό του, το σώμα, οι σφιγκτήρες, η ικανότητά του να τα καταφέρνει μόνος του... τίποτα δε λειτουργούσε καλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο.
Μια μέρα ο μικρότερος γιος παντρεύεται και φεύγει από το σπίτι, οπότε δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα: ο πατέρας μένει μόνος. Η μητέρα έχει πεθάνει στην τελευταία γέννα και τα μεγαλύτερα αδέλφια είναι ήδη παντρεμένα. Κατά συνέπεια, τώρα δεν υπάρχει κανείς για ν’ αναλάβει τον ηλικιωμένο άνθρωπο, δεν υπάρχουν οίκοι ευγηρίας ούτε λεφτά για να πληρώσουν κάποιον να τον φροντίζει.
Τα παιδιά αρχίζουν να νιώθουν ότι, παρόλη την αγάπη που του έχουν, ο πατέρας τους αποτελεί πρόβλημα. Δεν μπορεί κανένα από τα παιδιά να τον πάρει στο σπίτι να ζήσει μαζί του και να τον φροντίζει. Κάποια στιγμή σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να τον παίρνουν στο σπίτι τους με τη σειρά, αμέσως όμως καταλαβαίνουν ότι αυτή δεν είναι επαρκής λύση και, εκτός των άλλων, θα είχε σοβαρές συνέπειες στη ζωή όλων τους. Και τότε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, αρχίζουν να σκέφτονται ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν ο πατέρας τους να πεθάνει.
Παρά τον ψυχικό πόνο που τους δημιουργεί η συνειδητοποίηση αυτή, σημειώνουν αμέσως ότι δεν μπορούν να περιμένουν άπρακτοι να συμβεί το μοιραίο, καθώς ο πατέρας τους θα μπορούσε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη σ’ αυτήν την κατάσταση. Και τότε, μυστηριωδώς, ένας τους έχει μια ιδέα: ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να περιμένουν να έρθει ο χειμώνας και ν’ αποτελειώσει αυτός τον πατέρα τους. Να γίνει, δηλαδή, όπως το φαντάζονται: να μπουν στο δάσος μαζί του, αυτός να χαθεί, και το κρύο με τους λύκους να αναλάβουν τα υπόλοιπα...
Αποφασίζουν λοιπόν να φροντίζουν τον πατέρα τους εναλλάξ, αλλά μόνο μέχρι να έρθει ο χειμώνας. Μετά την πρώτη έντονη χιονόπτωση, τα τέσσερα αδέλφια συγκεντρώνονται ξανά στο σπίτι και λένε στον πατέρα τους:
«Έλα, πατέρα, πάμε να ντυθείς γιατί θα βγούμε.»
«Θα βγούμε; Με τέτοιο χιόνι;» ρωτάει εκείνος απορημένος.
Οι γιοί του, όμως, απαντάνε:
«Ναι, ναι, έλα, πάμε.»
Τον ντύνουν, του φοράνε —τι ειρωνεία!— ένα ζεστό παλτό, και παίρνουν κι οι πέντε τον δρόμο για το δάσος.
Μόλις φτάνουν εκεί, αρχίζουν να ψάχνουν ένα μέρος για να τον αφήσουν και να εξαφανιστούν γρήγορα. Προχωρούν στο δάσος, όλο και πιο βαθιά, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο. Αναπάντεχα, ακούνε τον πατέρα τους να λέει:
«Εδώ είναι.»
«Τι; Ποιο;» ρωτάνε έκπληκτοι οι γιοι του.
«Εδώ είναι» λέει ξανά.
Ο πατέρας ασφαλώς δεν είχε αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κι εκείνοι είχαν προσέξει πολύ να μην τους ξεφύγει τίποτα... Σε τι αναφερόταν λοιπόν ο γέρος;
«Εδώ, εδώ. Αυτό εδώ είναι το μέρος...» επιμένει εκείνος, ιδρωμένος και με τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους.
Τότε κι οι γιοι του τον ρωτάνε:
«Ποιο μέρος, πατέρα; Για τι πράγμα μιλάς;»
Κι ο γέρος τους απαντά:
«Εδώ είναι το μέρος όπου, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, εγκατέλειψα τον πατέρα μου».
Jorge Bucay
«Από την Αυτοεκτίμηση στον Εγωισμό…»
Το πιο ισχυρό μοντέλο μίμησης συμπεριφοράς στη ζωή ενός ανθρώπου είναι ο γονέας το ίδιο φύλου. Η προσωπικότητα του παιδιού είναι ένας καμβάς που χρωματίζεται, αρχικά, από τις επιδράσεις των χαρακτηριστικών των γονιών του, και ολοκληρώνεται με τις αποτυπώσεις στοιχείων της προσωπικής του εμπειρία μέσα από τις συναναστροφές με τους σημαντικούς «άλλους».
Η συμπεριφορά του γονέα είναι πρότυπο στη διαμόρφωση στάσεων που καθρεφτίζονται στη συμπεριφορά του παιδιού, το οποίο από μικρή ηλικία, επειδή αδυνατεί να επεξεργαστεί, γνωστικά, τα ερεθίσματα που βιώνει, τείνει να αντιγράφει τις συμπεριφορές των ατόμων που το διαπαιδαγωγούν. Οι γονείς βιώνονται πάντοτε ως εξιδανικευμένες φιγούρες και, επομένως, οι πράξεις τους αξιολογούνται πάντα ως αλάνθαστες. Πολλές από τις εσωτερικές συγκρούσεις με τις οποίες παλεύουμε σήμερα και, ακόμη περισσότερες συμπεριφορές που μας δυσκολεύουν στην καθημερινότητά μας, είναι κατάλοιπα εικόνων της παιδικής ηλικίας. Εσωτερικεύουμε και οικειοποιούμαστε παραδείγματα συμπεριφορών των γονέων που καταγράφονται στη μνήμη μας αφήνοντας πιο μόνιμα σημάδια, από ό, τι τα λεκτικά μηνύματα, και ασυνείδητα αναπαράγουμε το μοτίβο της δράσης τους στις ευρύτερες διαπροσωπικές μας σχέσεις. Έτσι, οι πράξεις του γονέα γίνονται οι βάσεις ψυχικής ισορροπίας για το παιδί, ή οι άλυτες εσωτερικές του συγκρούσεις που εκδηλώνονται στη συμπεριφορά του, κληροδοτούνται στο παιδί και γίνονται οι δοκιμασίες που καλείται να ξεπεράσει.
Δεν μπορούμε ως γονείς να διδάξουμε στα παιδιά μας κάτι που εμείς οι ίδιοι δεν εφαρμόζουμε στην πράξη. Γιατί δίνουμε ένα διπλό μήνυμα που αποπροσανατολίζει, αντί να δρα εποικοδομητικά. Οι «καλοί» γονείς είναι εκείνοι που έχουν καταφέρει να νικήσουν τους δικούς τους δαίμονες και να υπερβούν τα προσωπικά τους ελλείμματα, ώστε να είναι οι ίδιοι ψυχικά υγιή άτομα με αξίες και στόχους, ολοκληρωμένες προσωπικότητες που θα γίνουν πηγή έμπνευσης για τα παιδιά τους. Οι βάσεις πάνω στις οποίες οι απόγονοι, μέσα από τη σύνθεση και τη διαφοροποίηση, θα χτίσουν ένα καλύτερο αύριο για τις επόμενες γενιές.