Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Έχουμε την μεγάλη τιμή να κατοικούμε σε έναν τόπο που η μοίρα του είναι να πληρώνει την κίνηση της ιστορίας με πόνο και αίμα. Από τους παλαιούς ακόμη χρόνους, μας έρχονται οι ενθυμήσεις, οι ένδοξες στιγμές, οι θρύλοι και τα δάκρυα. Όλα σε αυτόν εδώ τον ιερό τόπο υπάρχουν για να θυμίζουν κάτι. Είμαστε ένα έθνος της μνήμης ! Αυτό αποτελεί την πηγή της λύπης και της περηφάνιας μας. Από αυτό αντλούμε τη δύναμη που μας βοηθά να μη γονατίζουμε, να σηκωνόμαστε όρθιοι και να συνεχίζουμε διαχρονικά αγέρωχοι και αλύγιστοι, όσο βίαιοι και αν είναι οι άνεμοι, όσο άγρια και αν είναι η θύελλα.
Κάθε κομμάτι της γης που πατούμε, κάθε δέντρο, κάθε βουνό, κάθε πέτρα, όλα έχουν να μας θυμίσουν πολλά για μεγαλείο και για δάκρυα. Μεταφέρονται διαχρονικά από γενιά σε γενιά, έτσι που η ιστορία μας είναι αδύνατο να σβηστεί. Η μνήμη σε αυτά τα ιερά χώματα έχει βάρος και σφραγίζει ανάγλυφα κάθε συνείδηση ξύπνια βάφοντας με την ανεξίτηλη μπογιά της το πέρασμα από την ιστορία όλων των παιδιών αυτής της ιερής γης.
Και προκύπτει το μεγάλο ερώτημα : Υπάρχουν ακόμη σήμερα συνειδήσεις ξύπνιες σε αυτόν τον τόπο ; Ή οι συγκυρίες των ημερών και η αποχαύνωση του εύκολου τρόπου ζωής τις έχουν απονεκρώσει ; Άραγε στους σύγχρονους Έλληνες ζει μέσα τους η ιστορική μνήμη ;
Αν όχι τότε πώς αλήθεια θα συνεχίζει να υπάρχει αυτό το έθνος ; Άλλωστε, για ένα έθνος η ιστορική του αυτοσυνειδησία, η μνήμη του παρελθόντος του είναι ό,τι το οξυγόνο στους πνεύμονες του ανθρώπου. Τουναντίον η λήθη της ιστορίας έχει ως αναπόφευκτη και μοιραία παράμετρο τον θάνατο. Διότι η λήθη είναι το αντίθετο της αλήθειας, είναι το ψεύδος, το οποίο φυσικά και όταν κυριαρχεί δεν μπορεί να εξασφαλίσει την συνέχιση της ιστορικής ύπαρξης ενός έθνους.
Δυστυχώς, ο Νεοέλληνας τις τελευταίες δεκαετίες έχει μπει σταδιακά σε μία διαδικασία αποδόμησης των διαφόρων ταυτοτήτων του. Έχει λησμονήσει τις ρίζες του και την παράδοσή του με συνέπεια να οδηγείται στην απώλεια της ταυτότητάς του. Ανέστιος ιστορικά, εθνικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά κινείται ως άβουλη μαριονέττα, σαν πιόνι μέσα στην παγκοσμιοποιημένη χοάνη. Χωρίς ερείσματα πνευματικά, βαθύτατα ριζωμένες πεποιθήσεις και αξίες, χωρίς ταυτότητα και άρα χωρίς πρόσωπο και υπόσταση. Εν ολίγοις «Ανύπαρκτος». Έτσι φαίνεται βολεύει τους σκαπανείς της νέας πολυπολυτισμικής κοινωνίας, που υφαίνουν ένα καθεστώς πλήρους χειραγώγησης των ανθρώπων και καταδυνάστευσης της πνευματικής τους ελευθερίας.
Θα το δεχτούμε αυτό ως λαός της μνήμης ; Τα κόκκαλα τα ιερά των προγόνων μας τα σπαρμένα στα χώματα της πατρίδας μας κραυγάζουν και μας θέτουν προ των ευθυνών μας.
Η απάντηση είναι απλή και αδιαπραγμάτευτη : Εμείς θέλουμε να ζήσουμε. Γι’ αυτό δεν θα πάψουμε να θυμόμαστε. Δεν θα απεμπολήσουμε την ιστορική μνήμη και την ιερή παράδοσή μας. Και η νεότερη Ελλάδα έχει σφραγιστεί με το υψηλό φρόνημα και τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων της.
Άλλωστε οι νεοέλληνες δεν είμαστε ό,τι είμαστε σήμερα. Είμαστε ό,τι δεν γίναμε ακόμη. Επειδή λοιπόν είμαστε χρεωμένοι να διατηρήσουμε το πρόσωπο αυτού του τόπου που είναι διάσπαρτος από αίμα και διαθήκες, αντιστέκομαι, αναφέρει ο Ν. Βρεττάκος, όπως οι ελιές της πατρίδας μου, οι σκληρές, που αδιαφορούν για τις θύελλες, αναπνέουν τις αστραπές και τις κάνουνε μες τους πικρούς τους χυμούς ειρήνη και φως.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω