Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Σε αρκετές χώρες του μουσουλμανικού κόσμου τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ιερού νόμου των μουσουλμάνων, μέσω της ενσωμάτωσης κατά κύριο λόγο των διατάξεων της «σαρία» (όπως αποκαλείται το σύνολο κανόνων του ιερού δικαίου), στην επιμέρους κωδικοποίηση της εθνικής νομοθεσίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχει ο νομοθέτης την δυνατότητα αναθεώρησής των διατάξεων αυτών, οι οποίες εφαρμόζονται από τους τακτικούς δικαστές και υπόκεινται σε ένδικα μέσα σύμφωνα με την ισχύουσα δικονομία του κάθε κράτους.
Υπάρχει όμως μία εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, όπου μία χώρα έχει εντάξει ως αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού της δικαίου το σύνολο του ιερού μουσουλμανικού δικαίου για συγκεκριμένες κατηγορίες ιδιωτικών διαφορών των πολιτών της, οι οποίες «ιερές διατάξεις» δεν υπόκεινται σε καμία αλλαγή από τον κοινό νομοθέτη και συνάμα ερμηνεύονται αποκλειστικά από τον θρησκευτικό λειτουργό του μουσουλμανικού δόγματος (και όχι από δικαστές), χωρίς την δυνατότητα δευτεροβάθμιας κρίσης. Καλωσορίσατε στην η Ελλάδα του 2018 !
Ο ισλαμικός ιερός νόμος δεν αποτελεί ένα συνεκτικό κείμενο νομοθεσίας, κωδικοποιημένο και δεκτικό προσαρμογής και εξέλιξης στις κοινωνικές συνθήκες και στις έννομες σχέσεις που καλείται να ρυθμίσει, αλλά συνιστά αντίθετα ένα σύνολο επιταγών ηθικής και κοινωνικής συμμόρφωσης, στο οποίο οι δικαιϊκές κρίσεις είναι τόσο σπάνιες όσο και διάσπαρτες. Οι πηγές του είναι 1) το Κοράνιο 2) η Σούννα, δηλαδή οι διατηρηθέντες λόγοι και πράξεις του Προφήτη Μωάμεθ 3) η ίτζμα, δηλαδή η ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεγάλων ισλαμικών ερμηνευτών του παρελθόντος επί του ιερού νόμου για ζήτημα μη οριζόμενο στις δύο παραπάνω πηγές 4) η κιγιάς, η οποία είναι η ανάλογη ερμηνεία του νόμου και η χρήση της οποίας είναι αρκετά περιορισμένη.
Χαρακτηριστικό είναι, πέραν του γεγονότος ότι δεν υπάρχει καμία μετάφραση στα ελληνικά των εν λόγω κειμένων πλην της μετάφρασης του Κορανίου, ότι δεν υπάρχει κανένα επιστημονικό έργο στα ελληνικά για την ερμηνεία των δικαιϊκών διατάξεων των εν λόγω πηγών του ισλαμικού δικαίου, με αποτέλεσμα ο μουφτής να είναι ο μοναδικός ερμηνευτής του στην ελληνική έννομη τάξη.
Η ιδιαίτερα έντονη κριτική που έχει διατυπωθεί για την εφαρμογή της «σαρία» στην ελληνική έννομη τάξη δεν είναι κάτι καινοφανές. Η υπερεκατονταετής εφαρμογής της, μέσω της επίκλησης της υποχρέωσης συμμόρφωσης που απορρέει από διεθνείς συνθήκες, αντιμετωπίστηκε με κυμαινόμενο βαθμό επιφυλάξεων από την θεωρία και εσχάτως και την νομολογία. Η προσχώρηση όμως της χώρας σε νέες διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την απαγόρευση των διακρίσεων και κυρίως της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή οικογένεια δημιούργησαν νέες νομικές υποχρεώσεις και έθεσαν το ζήτημα σε καινούρια βάση. Η νέα ανάγνωση της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων, συνοδευόμενη από μεγάλες τομές στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη, σε συνδυασμό με ένα αυξανόμενο κύμα ισλαμοφοβίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο φέρνουν για άλλη μια φορά στο μικροσκόπιο του νομικού προβληματισμού την εφαρμογή της σαρία στις οικογενειακές διαφορές των Ελλήνων μουσουλμάνων.
Συνακόλουθα η εισαγωγή νέων ρυθμίσεων όπως της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης σε οικογενειακές διαφορές Ν. 4512/2018 δημιουργεί νέους προβληματισμούς για το ζήτημα της σαρία και την δυνητικά απευκταία επέκταση της εφαρμογής της στην ελληνική έννομη τάξη.
Η πρωτοβουλία όμως της πολιτείας για την καθιέρωση της συντρέχουσας δικαιοδοσίας του μουφτή επί οικογενειακών διαφορών δεν αποτελεί κάποια ρηξικέλευθη και διεξοδικώς μελετημένη προσπάθεια αποκατάστασης των χρόνιων ανισοτήτων και δυσχερειών που ενδεχομένως έχει δημιουργήσει η εφαρμογή της «σαρία» στο ευαίσθητο αυτό πεδίο της ιδιωτικής ζωής. Αποτελεί την προληπτική, και ίσως πλέον αρκετά καθυστερημένη, αντίδραση του νομοθέτη στην πρώτη περίπτωση προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με αντικείμενο την εφαρμογή της «σαρία» σε υπόθεση κληρονομικού δικαίου Ελληνίδας μουσουλμάνας, στην οποία και θα κριθεί παρεμπιπτόντως εν συνόλω το ζήτημα της συμβατότητας της «σαρία» με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις υπερεθνικά κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες. Και ίσως η επικείμενη έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου να υποχρεώσει σε νέα νομοθετική ρύθμιση και αναδίπλωση, προς την κατεύθυνση πλέον της ολικής κατάργησης της εφαρμογής της στην ελληνική έννομη τάξη.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω