«Ένα ωραίο νεαρό ζευγάρι σ’ ένα χωριουδάκι ξυλοκόπων κοντά σ’ ένα βουνό, αρραβωνιάστηκαν, όταν εκείνη ήταν δεκατριών κι εκείνος δεκαοχτώ. Εκείνος, καθώς είχε μάθει να κόβει ξύλα από μικρό παιδί, ήταν ψηλός, σβέλτος και μυώδης, κι εκείνη ήταν ξανθιά, με πολύ μακριά μαλλιά ως τη μέση της και υπέροχα γαλανά μάτια.
Οι δύο νέοι έφτασαν στον αρραβώνα με τις ευλογίες όλου του χωριού. Ώσπου μια μέρα, όταν εκείνη έγινε δεκαοχτώ κι εκείνος είκοσι τριών, το χωριό ολόκληρο συμφώνησε να τους βοηθήσει να παντρευτούν. Τους έκαναν δώρο μια ξύλινη καλύβα κι ένα μικρό κομμάτι γης με δέντρα για να μπορεί εκείνος να δουλέψει, ως ξυλοκόπος. Ζουν εκεί όλες τις μέρες και χαίρονται πολύ που είναι μαζί.
Πλησιάζει η πρώτη επέτειος του γάμου τους κι εκείνη νιώθει την ανάγκη να κάνει κάτι, για να του δείξει τη μεγάλη της αγάπη. Σκέφτεται να του κάνει ένα δώρο που θα έχει νόημα. Αν του χαρίσει ένα καινούργιο τσεκούρι, αυτό θα έχει να κάνει με τη δουλειά του… Ένα πουλόβερ πλεγμένο από την ίδια δεν την ικανοποιεί, κι ένα ωραίο φαγητό πάλι, δεν της φαίνεται αρκετά μεγαλοπρεπές… Όσο κι αν ψάχνει, δε βρίσκει και τίποτα σπουδαίο που να μπορεί ν’ αγοράσει με τα λιγοστά που βάζει στην άκρη από τα ρέστα.
Περνώντας έξω από ένα κοσμηματοπωλείο, βλέπει στη βιτρίνα μια ωραία, χρυσή αλυσίδα. Αυτομάτως θυμάται πως υπάρχει ένα μόνο υλικό πράγμα που εκείνος λατρεύει και θεωρεί στ’ αλήθεια πολύτιμο: ένα χρυσό ρολόι που του είχε χαρίσει ο παππούς του πριν πεθάνει. Απ’ όταν ήταν παιδάκι, αυτό το ρολόι το φύλαγε σε μια παλιά θήκη που έχει πάντα δίπλα στο κρεβάτι, και κάθε βράδυ άνοιγε το συρτάρι του κομοδίνου, έβγαζε το ρολόι απ’ τη θήκη του, το κούρδιζε λιγάκι, το άκουγε μέχρι να σταματήσει, και το έβαζε πάλι στη θήκη του.
Εκείνη σκέφτεται: «Τί θαυμάσιο δώρο θα ήταν αυτή η χρυσή αλυσίδα για κείνο το ρολόι…» Όμως κάνει πολύ παραπάνω απ’ όσο είχε φανταστεί κι απ’ όσα είχε ήδη μαζέψει. Θα έπρεπε να περιμένει τρεις επετείους για να μπορέσει να την αγοράσει…
Φεύγει από το χωριό αρκετά λυπημένη, και σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει, για να βρει τα λεφτά για την αλυσίδα. Ώσπου, περνώντας έξω από το κομμωτήριο του χωριού, βλέπει μια επιγραφή που λέει:
«Αγοράζουμε φυσικά μαλλιά».
Καθώς εκείνη έχει τα ξανθά μαλλιά της ακόμα από την ηλικία των δέκα, μπαίνει αμέσως μέσα να ρωτήσει. Τα λεφτά που προσφέρουν φτάνουν, για ν’ αγοράσει τη χρυσή αλυσίδα και περισσεύουν, για να πάρει κι ένα κουτί όπου θα φυλάνε την αλυσίδα μαζί με το ρολόι. Χωρίς δισταγμό, λέει στην κομμώτρια:
«Αν έρθω σε τρεις μέρες για να σας πουλήσω τα μαλλιά μου, θα τ’ αγοράσετε;»
«Βέβαια» είναι η απάντηση.
«Τότε σε τρεις μέρες θα είμαι εδώ».
Την ημέρα της επετείου, εκείνος φεύγει για τη δουλειά κι εκείνη κατεβαίνει στο χωριό.
Στο κομμωτήριο, της κόβουν κοντά τα μαλλιά, αγοράζει τη χρυσή αλυσίδα και το ξύλινο κουτί, επιστρέφει σπίτι, μαγειρεύει και περιμένει να έρθει το βράδυ και να γυρίσει εκείνος από τη δουλειά.
Απόψε ανάβει μόνο δύο κεριά και φοράει ένα μαντίλι στο κεφάλι, γιατί του αρέσουν τα μαλλιά της και δεν θέλει να καταλάβει πως τα έχει κόψει. Μετά, θα βρει χρόνο να του εξηγήσει…
Κι έρχεται εκείνος. Αγκαλιάζονται σφιχτά και λένε ο ένας στον άλλον πόσο πολύ αγαπιούνται. Τότε, παίρνει αυτή κάτω από το τραπέζι το ξύλινο κουτί που περιέχει τη χρυσή αλυσίδα για το ρολόι. Πάει κι εκείνος στο ντουλάπι και βγάζει ένα μεγάλο κουτί που το είχε φέρει στο σπίτι την ώρα που εκείνη έλειπε στο χωριό. Μέσα στο κουτί βρίσκονται δύο τεράστια διακοσμητικά χτενάκια για τα μαλλιά της. Για να τα αγοράσει, είχε πουλήσει το χρυσό ρολόι του παππού…»
Jorge Bucay
«Από την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό. Ένας διάλογος»
Η «αγάπη» είναι μια σύνθετη έννοια και καθένας τη μεταφράζει ανάλογα με τους τρόπους που έχει διδαχθεί την αγάπη από τους σημαντικούς άλλους. Για πολλούς η αγάπη είναι μια σιωπηλή συμφωνία συναισθηματικής ανταλλαγής δηλ «σ’ αγαπώ, επειδή μου δίνεις και, επομένως, οφείλω…». Για άλλους το μέγεθός της μετριέται σύμφωνα με το πόσο είναι διατεθειμένος κανείς να θυσιάσει κομμάτια του εαυτού του και να θέσει σε προτεραιότητα τις ανάγκες του άλλου, δηλ «αφιερώνω τη ζωή μου σε σένα και για εσένα…». Άλλοι έχουν ανατραφεί με την πεποίθηση ότι «αγαπώ αυτόν που με στηρίζει και με βοηθά να χειριστώ τη μοναξιά μου».
Η ιστορία δίνει μια νέα οπτική της ώριμης αγάπης που καταρρίπτει τις παραπάνω παρανοήσεις. Της αγάπης εκείνης που δεν είναι χώρος θυσίας, ούτε προέρχεται από την έλλειψη, η οποία δημιουργεί την ανεκπλήρωτη προσδοκία ότι ο άλλος θα με σώσει, θα με μεταμορφώσει ή θα μου δώσει την ασφάλεια που δε βρίσκω μέσα μου.
Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα απελευθερωτικό και μια ενεργητική πράξη θέλησης. «Αγαπώ» σημαίνει αποφασίζω συνειδητά να δώσω, χωρίς να προσδοκώ αντάλλαγμα, επειδή το κίνητρό μου είναι η επιλογή να μοιραστώ την αγάπη που έχω μέσα μου, που είναι αστείρευτη δύναμη, και να την εκφράσω μέσα από λόγια και πράξεις. «Αγαπώ» σημαίνει έχω απαλλαγεί από την ανάγκη εξάρτησης, και δεν υποκινούμαι από την εγωιστική επιθυμία να εκμεταλλευτώ τα συναισθήματα του άλλου. Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, και μπορώ να αφεθώ στην εμπειρία της αγάπης, χωρίς εγγυήσεις, παρά μόνο με την ελπίδα ότι η αγάπη μου θα εμπλουτίσει την σχέση που μοιραζόμαστε. Είναι η δύναμη που με κάνει να ξυπνώ κάθε πρωί με τη σκέψη τι μπορώ να προσφέρω για να κάνω τη μέρα του συντρόφου μου καλύτερη. Όχι από υποχρέωση, αλλά από την επιλογή να ομορφαίνω κάθε βήμα της κοινής μας εμπειρίας. Ανιδιοτελώς…