Πώς ένα θέμα τόσο χιλιοειπωμένο, όπως η σχέση ενός ζευγαριού, παίρνει διαστάσεις, σχεδόν, αριστουργηματικές, μέσα από μια πολύ λεπτή και ιδιαίτερη, σχεδόν, χειρουργική ματιά ενός περφεξιονίστα δημιουργού;
Ο λόγος για την αμερικανική ταινία «Αόρατη Κλωστή» σε σκηνοθεσία Πολ Τόμας Άντερσον με τους: Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Βίκι Κριπς, Λέσλι Μάνβιλ. Το «story», φαινομενικά, πολύ γνωστό. Στο Λονδίνο του ’50 ο Ρέινολντς Γούντκοκ είναι ένας διάσημος μόδιστρος της υψηλής ραπτικής στην αυστηρή και σχολαστική καθημερινότητα του οποίου εισβάλλει η Άλμα, μια θεληματική νεαρή η οποία θα γίνει μούσα, ερωμένη και, στο τέλος, γυναίκα του.
Μια σχέση ανάμεσα σε έναν δύστροπο μεγαλοαστό που ασχολείται με το να ράβει πριγκίπισσες και γυναίκες της υψηλής αριστοκρατίας της εποχής. Φανατικός εργένης, καθόλου ανοιχτός με τους άλλους, με μια ζωή οργανωμένη σε κουτάκια και με το βάρος του ονόματος που ο ίδιος χτίζει αλλά και ενός δυνατού οιδιπόδειου με τη μητέρα που την αντιπροσωπεύει η ελεύθερη, επίσης, αδελφή. Μια αυταρχική αδελφή που είναι «επί παντός» και με την οποία ζει, αλλά και που του θυμίζει την αρρωστημένη προσκόλληση στην εντολή για τη δουλειά που τους άφησε η νεκρή μητέρα τους.
Χαμένος στις λεπτομέρειες του ραψίματος ενός τέλειου ρούχου για διάσημες όπου αυτός βάζει τις τελευταίες πινελιές, με πάμπολλες επιφανειακές σχέσεις, με αυστηρή προτεραιότητα στη δουλειά και μόνο και στη δημοσιότητα, σκληρός μα και πολύ ανασφαλής, κατά βάθος, με πλήρη άγνοια αλλά και αδιαφορία για το γυναικείο ψυχισμό, γνωρίζει ξαφνικά τον αληθινό έρωτα που τον φέρνει, απόλυτα, αντιμέτωπο με τον εαυτό του.
Ένας πολύ δυνατός έρωτας που γίνεται αγάπη στο πρόσωπο μιας απλής γκαρσόνας που ξέρει να αγαπάει και που είναι ελεύθερη κι απαλλαγμένη από τα βάρη τόσο του ονόματος και της καταγωγής όσο και του οιδιπόδειου. Το όνομά της, Άλμα, που σημαίνει ψυχή. Του δίνει την ψυχή της η Άλμα. Δε δέχεται, όμως, να γίνει δούλα των ακραίων επιθυμιών του μέσα από παιχνίδια εξουσίας και χρήματος. Διεκδικεί μέχρι θανάτου την αγάπη της, το μοίρασμα και την αμοιβαία αποδοχή της απόλυτης αδυναμίας και της απόλυτης δύναμης. Μια αγάπη όπου είναι πάνω απ’όλα ο ένας για τον άλλον. Ούτε μητέρες, ούτε αδελφές, ούτε δουλειά έχουν θέση σ’αυτό!
Έτσι, αρχίζει ένα ρέκβιεμ για τον παλιό, καταστροφικό του εαυτό. Η ταινία φωτογραφίζει με κάθε λεπτομέρεια τη σταδιακή αποδόμηση της επιδερμικής ζωής του που κρέμονταν χρόνια από την αόρατη κλωστή που τον έδενε με τη μάνα και με τον κόσμο του παρελθόντος. Το σπάσιμο αυτού του ορίου γίνεται με την παραδοχή του Ρέινολντς- και αυτό είναι το κλειδί της ιστορίας- για τη λαθεμένη, προηγούμενη ζωή του. Τον βοηθάει σ’αυτό με την αγάπη της η Άλμα, σαν το παραμυθένιο κορίτσι του δάσους, μέσα από ένα ευρηματικό τρυκ με δηλητηριώδη, άγρια μανιτάρια. Κι αυτός, στο τέλος, την αφήνει να γίνει η καλή νεράιδα της ζωής του.
Με την παραδοχή και την αναγνώριση του λάθους, αυτός ο στριφνός μεσήλικας παίρνει δύναμη, στου δρόμου τα μισά, να γκρεμίσει και να ξαναχτίσει, με τη βοήθεια της γυναίκας της ζωής του, το χαμένο του εαυτό. Να αναγνωρίσει τον καινούριο κόσμο που διαφαίνεται στα μέσα του περασμένου αιώνα και να μπορέσει να μοιρασθεί και να ζήσει, επιτέλους!
Και οι τρεις βασικοί ηθοποιοί, δίνουν ρεσιτάλ υποκριτικής, απόλυτα, εσωτερικό που καθηλώνει το θεατή. Η μουσική μαγεύει όπως και η ενδυματολογία. Ο Πολ Τόμας Αντερσον, εκτός από το σενάριο, την παραγωγή και τη σκηνοθεσία, υπογράφει και τη διεύθυνση φωτογραφίας. Έτσι, στήνει με τη βοήθεια μιας αξιοζήλευτης ομάδας art direction τις σκηνές του σαν πίνακες εμπρεσιονισμού, που ξεπηδούν μέσα από αδρές χρωματικές και φορτισμένες συναισθηματικά παλέτες, και διεκδικεί δυναμικά οκτώ υποψηφιότητες κι ένα Όσκαρ για τον ενδυματολόγο Μαρκ Μπρίτζες. Κεντάει αριστοτεχνικά ένα ώριμο, «haute couture» αριστούργημα.
Αξίζει ανεπιφύλακτα να το δει κανείς...Σίγουρα, θα ανακαλύψει κάπου τον εαυτό του!
Δέσποινα Παπαγιαννούλη