Σ’ ένα μακρινό χωριό, κάπου στην Ανατολή, ζούσε ο πιο σπουδαίος ιερωμένος εκείνων των καιρών. Ένας άνθρωπος με μεγάλο κύρος και επιρροή, που παρέμενε απλός και διέθετε απίστευτη σοφία και σπάνια ευαισθησία.
Μια μέρα φτάνει γι αυτόν μια πρόσκληση να πάει να δειπνήσει στο σπίτι του πλουσιότερου ανθρώπου της περιοχής. Ο μοναχός, που δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το κελί του, αποφασίζει ότι δεν μπορεί να φερθεί αγενώς και αποδέχεται την πρόσκληση.
Πεντακόσια μέτρα πριν φτάσει, ένας κεραυνός τρομάζει το άλογο του, ρίχνοντας την άμαξα σ’ ένα χαντάκι μαζί με τον ιερωμένο.
Ο άνθρωπος σηκώνεται όπως μπορεί και προσπαθεί να ηρεμήσει το ζώο, μιλώντας του απαλά στο αφτί. Μετά, κοιτάζεται. Λάσπη, βούρκος και σάπια φύλλα έχουν κολλήσει στα ρούχα και τα χέρια του και βρομάει ολόκληρος.
Καθώς βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον προορισμό του από το μοναστήρι του, αποφασίζει να πάει εκεί και να ζητήσει να του δώσουν κάτι ν’ αλλάξει.
Χτυπάει την πόρτα του μεγάρου, ανοίγει ένας κομψός υπηρέτης και, μόλις τον βλέπει σ’ αυτό το χάλι, του βάζει τις φωνές:
«Τι κάνεις εδώ, άθλιε ζητιάνε; Πώς τολμάς να χτυπάς αυτήν την πόρτα;»
«Ήρθα… για το δείπνο» απαντάει ο ιερωμένος.
«Ντροπή σου!» του λέει ο υπηρέτης. «Αποφάγια θα έχει αύριο το πρωί αν μείνει τίποτα, που αμφιβάλλω, και μπορείς να τα ζητήσεις από την πόρτα υπηρεσίας. Κατάλαβες;»
«Εσείς δεν με καταλάβατε…» προσπαθεί να εξηγήσει ο επισκέπτης. «Εγώ, δεν έχω έρθει για τα αποφάγια…»
«Ααα!» αστειεύεται τώρα ο υπηρέτης. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις να καθίσεις στο τραπέζι των επισήμων;»
«Να… ξέρετε…»
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του. Εμφανίζεται ο αφέντης του σπιτιού και ρωτάει τον υπηρέτη του τι συμβαίνει.
«Τίποτα σοβαρό, κύριε. Απλώς, αυτός ο ζητιάνος θέλει να του δώσουμε τα αποφάγια πριν σερβίρουμε το φαγητό… Του είπα να φύγει, αλλά επιμένει στο αίτημα του.»
«Να φύγει αμέσως… Κοίτα πώς έκανε την είσοδο… Φρίκη… Αμέσως τώρα! Κάλεσε τη φρουρά και, αν δεν φύγει, λύστε τα σκυλιά!»
Όπως όπως, ο άνθρωπος ανεβαίνει στο κάρο και γυρίζει στο μοναστήρι. Στο χώρο του πια, αφού πλένεται και λούζεται, και βγάζει έναν πολυτελή μανδύα με χρυσά και ασημένια στολίδια, που του είχε χαρίσει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από το οποίο μόλις τον είχαν διώξει. Ανεβαίνει ξανά στο κάρο, κι φτάνει χωρίς απρόοπτα στον προορισμό του. Ξαναχτυπάει την πόρτα, και του ανοίγει ο ίδιος υπηρέτης. Αυτή τη φορά, τον περνάει μέσα με μια βαθιά υπόκλιση. Πλησιάζει και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και τον χαιρετάει με κλίση του κεφαλιού.
«Εξοχότατε» του λέει, «μόλις σκεφτόμουν ότι δεν θα ερχόσαστε τελικά… Μπορούμε να περάσουμε; Οι άλλοι μας περιμένουν…»
«Φυσικά» λέει ο νεοφερμένος.
Στη θέα του σηκώνονται όλοι όρθιοι, ώσπου ο άντρας με τον επιβλητικό μανδύα καταλάβει τη θέση εκ δεξιών του οικοδεσπότη. Σερβίρουν το πρώτο πιάτο. Είναι ένα βραστό σε ζωμό, που φαίνεται πολύ νόστιμο με την πρώτη ματιά.
Ξαφνικά, γίνεται μια παύση κι όλα τα βλέμματα πέφτουν στον ιερωμένο ο οποίος, αντί να πει μια προσευχή ή ν’ αρχίσει να τρώει, όπως περιμένουν όλοι, απλώνει το χέρι κάτω από το τραπέζι και, κρατώντας την άκρη του πολυτελούς μανδύα του, αρχίζει να τον βουτάει στον ζωμό.
Ενώ όλοι τον κοιτάνε σιωπηλοί κι ανήσυχοι, ο ιερωμένος μιλάει στον μανδύα του και του λέει:
«Δοκίμασε το φαγητό, καλό μου… Κοίτα τι ωραίο βραστό…»
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, μην ξέροντας πώς να αντιδράσει στη συμπεριφορά του καλεσμένου του, παίρνει το θάρρος να ρωτήσει:
«Συμβαίνει κάτι, εξοχότατε;»
«Όχι. Τίποτα δε συμβαίνει. Αυτό το φαγητό, όμως, δεν ήταν για μένα. Είναι ολοφάνερο ότι καλεσμένος ήταν ο μανδύας μου… Όταν ήρθα χωρίς αυτόν πριν από λίγο, με έδιωξαν με τις κλοτσιές.»
Jorge Bucay
«Ο Δρόμος της Πνευματικότητας»
Στην καθημερινότητά μας αγωνιζόμαστε να ισορροπήσουμε ανάμεσα σε πολλαπλούς κοινωνικούς και προσωπικούς ρόλους. Κινούμαστε, ταυτόχρονα, σε δημόσια και ιδιωτικά πλαίσια και ο τρόπος με τον οποίο συν-υπάρχουμε με τους άλλους ανθρώπους, είναι μέσα από τους ρόλους που «παίζουμε», ανάλογα με τη δυναμική του δεσμού που υπάρχει μεταξύ μας. Για παράδειγμα, έχω το ρόλο της κόρης στη σχέση με τη μητέρα μου, είμαι στο ρόλο του επαγγελματία, με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι δουλεία μου, είμαι σύζυγος στο γάμο κτλ. Καθένας από αυτούς του ρόλους είναι ένας διαφορετικός τρόπος ύπαρξης που κινείται κάτω από άγραφους κανόνες και δημιουργεί διαφορετικές προσδοκίες.
Η Θεωρία των Ρόλων υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα της συνάρτησης του ρόλου που «παίζουμε» σε σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο που κινούμαστε. Με άλλα λόγια, συντονιζόμαστε στις συντεταγμένες του κοινωνικού άξονα που προβλέπει ποια είναι αναμενόμενη και, επομένως, αποδεκτή συμπεριφορά και τι θεωρείται απαγορευτικό. Ωστόσο, ο εαυτός είναι μια προσωπική δομή που εκφράζεται μέσα από πολλούς ρόλους με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, πέρα από τα στενά όρια που υπαγορεύει κάθε ρόλος. Καθένας έχει τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα και δημιουργικά ανάμεσα στα διάφορα προσωπεία των ρόλων του και να προσθέτει τη δική σφραγίδα στο σενάριο του ρόλου, έτσι ώστε να αντιμάχεται τους περιορισμούς και να δίνει χώρο σε νέες προοπτικές.
Αυτή τη νέα διάσταση στο ρόλο του έδωσε και ο σοφός της ιστορίας, ο οποίος προσπάθησε να αποδυθεί τις στενές προσδοκίες των άλλων για το ρόλο του, και να δώσει έμφαση στην ουσία της παρουσίας του, έξω από τις νόρμες των κοινωνικών κατάλοιπων. Με τη στάση του κατέρριψε τα κοινωνικά «πρέπει» της εξωτερικής εμφάνισης και υπερτόνισε τη σημασία της Συνάντησης με τον Άνθρωπο, που είναι μια ολότητα πέρα και έξω από τα στεγανά του ρόλου που «παίζει» σε κάθε πλαίσιο.