Γράφει η Σοφία Πιστοφίδου-Τσόγκα
Καθηγήτρια Φιλόλογος
Με τον τίτλο «Η κυρία Τσαγερό» η αξιότιμη συμπολίτισσά μας κυρία Όλγα Κουτμηρίδου-Μεταξά παρουσίασε το πρώτο ολοκληρωμένο βιβλίο, με το οποίο εμφανίζεται στα πολιτιστικά ενδιαφέροντα της πόλεως μας.
«Η κυρία Τσαγερό, μέσα από τις περιπέτειές της, ανακαλύπτει τις σημαντικές αξίες της φιλίας, της αγάπης και της αλληλεγγύης, …την ομορφιά της ζωής, την ‘συμβίωση’ με την φτώχεια, αλλά και την αγάπη, στην πόλη και στο ορεινό χωριό». Το στίγμα της δίνει η συγγραφεύς με την αφιέρωση, η οποία συνοψίζει το νόημα της ζωής ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου, μέσα από τις «στάσεις» της διαδρομής: οικογένεια ευρύτερη και ιδιαίτερη, παιδιά, εγγόνια, συνεργάτες, φίλοι. Λέξεις, τονισμένες και με τον προσδιορισμό της η καθεμιά, «λατρεμένα», «χαρισματικούς», «πολύτιμους», έχουν ήδη στήσει τον καμβά πάνω στον οποίο θα «κεντηθεί» το εργόχειρο.
«…Πάνω στη σόμπα έβραζε το τσάι στο τσαγερό, δίπλα, σε μια κατσαρολίτσα, το γάλα, και οι δυο κυρίες πιάσανε κουβέντα». Προσωποποιήσεις εύστοχες συνηθισμένων σκευών μιας απλής συνηθισμένης κουζίνας, δίνουν την ευκαιρία για μια πιο «σοβαρή εκτίμηση» της προσφοράς των άψυχων αντικειμένων, τσαγιέρας, γαλατιέρας, φουφούς, θερμάστρας, καθώς αυτές οι «συσκευές» είναι απαραίτητα στοιχεία της κουζίνας σ’ ένα νοικοκυριό, όπως τουλάχιστον αυτό παρουσιάζεται στο λογοτέχνημα. «Η κυρία Τσαγερό έβγαζε το καπέλλο της και έριχνε με χάρη και προσοχή το γευστικό τσαγάκι στα φλυτζάνια. Η κυρία Γαλατιέρα πάλι πρόσεχε, μη χυθεί το γάλα στο τραπεζομάντηλο. Μετά γυρίζανε και οι δυο στην θέση τους πάνω στην κυρία Φουφού, την σόμπα μας».
Τα σκεύη της κουζίνας μπορούν, στην εποχή που τοποθετείται η «δράση» τους, να μετακινηθούν και εκτός οικίας. Δεν υπήρχαν τότε οι, γνωστές σήμερα σε όλους σχεδόν, ευκολίες, όπως η βρύση του νερού, μέσα στα σπίτια. Τότε μεταφερόταν με κόπο, είναι αλήθεια, από κάποια πηγή ή κρήνη, με στάμνες νερού, πήλινες για πιο δροσερό πόσιμο, ή με κουβάδες και στάμνες τσίγκινες.
Η διαδρομή προς την βρύση ή την πηγή πρόσφερε πλούσιες εμπειρίες. «Εγώ και ο Νίκος πήραμε την κυρία Τσαγερό και μια μικρή στάμνα και πήγαμε για νερό. Πάνω στις ασημί πετρούλες, πηδούσαμε κουνώντας πέρα-δώθε την κυρία Τσαγερό και την στάμνα. Γεμίζαμε γρήγορα παγωμένο νεράκι από την πέτρινη βρυσούλα μας και αρχίζαμε το παιχνίδι με τα βατράχια της γούρνας, …,ώσπου η φωνή της γιαγιάς διέκοπτε πάντα αυτό το πρωϊνό ξέφρενο κυνήγι των βατράχων». Οι παιδικές ζωηράδες και αταξίες -μεγάλη ποικιλία- δεν έχουν τελειωμό σ’ ένα τόσο «ευρύχωρο» πεδίο. Όχι ζωηράδες σ’ ένα ασφυκτικό αστικό διαμέρισμα, αλλά σε λοφίσκους, συστάδες θάμνων, πρασινάδες και δασάκια, κάτω από σκιερές κληματαριές, δίπλα στα σαπουνόχορτα της βρύσης και στα λιθάρια των χωμάτινων, ευτυχώς!! δρομίσκων του χωριού.
«ΟΙ μέρες κυλούσαν μέσα σε μια πανδαισία από χρώματα, αρώματα, κίνηση, φωνές ζώων και ανθρώπων». Και βέβαια, αγκαλιασμένες, πορεύονταν οι αταξίες με τα κακαρίσματα και τα κικιρίκου των πουλερικών, τα μουκανητά των αγελάδων, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και τα ογκανητά των συμπαθέστατων γαϊδαράκων, συν τα κελαηδήματα των πουλιών, τα τζιτζικίσματα των τεττίγων και τα ζουζουνίσματα των ποικίλων εντόμων.
Δροσερό, χαριτωμένο, ζωηρό και γοργό το ύφος, περνά σαν τρεχάτο πουλαράκι στο λειβάδι, από το ένα «ενσταντανέ» στο άλλο, καταϊδρωμένο και ξεφυσώντας ευχαριστημένο από την γεμάτη υγεία διαδρομή.
Παραμυθάκι και πραγματικότητα, φαντασία και «ρεαλισμός», εναλλάσσονται διασκεδαστικά, αλλά και διδακτικά, συμβοηθούμενα και από τις ζωγραφιές και τις φωτογραφίες, στα εξώφυλλα και στις μέσα σελίδες. Και ανταποκρίνονται όλα μαζί, στοργικά, στις περιγραφές της λογοτέχνιδος παρακολουθώντας με συνέπεια τα κατορθώματα !! των μικρών ηρώων, καθώς και τον μικρόκοσμο, ως βάση, ενός ορεινού χωριάτικου, απλοϊκού, συμπαθητικού νοικοκυριού, απόλυτα σεβαστού και καταξιωμένου.
Λες και μας προετοιμάζει να σχεδιάσουμε καλοκαιρινές διακοπές, για εκεί που ξέραμε παλιά, στα χωριουδάκια μας, με τις αναμνήσεις μας. Εκεί, ίσως βρούμε πάλι κάποια κομμάτια παιδικότητας, εφηβικών ονειροπολημάτων, νεανικών προσδοκιών.
Βέβαια, σήμερα, σχεδόν σε όλην την ύπαιθρο έχει νερό στα σπίτια, άσφαλτο στους δρόμους, cd στην «διαπασών», ραδιόφωνα και τηλεόραση, και πολλά άλλα του σύγχρονου, τρομάρα μας, τεχνικού πολιτισμού!! Μα, όλο και κάπου θα βρεθεί μια «ρομαντική» γωνίτσα, δίπλα στο πουρνάρι, πάνω σ’ ένα βραχάκι, μια πατημασιά θύμπερι και σβουνιά!!, ένα ογκάνισμα του δυσεύρετου πια γαϊδουράκου. Σίγουρα όμως θα έχει φεγγάρι και αστέρια, αυτά τουλάχιστον γλύτωσαν από την μανία του ανθρώπου. Ας ετοιμαστούμε λοιπόν!
«Πέρασαν δυο ώρες παιχνιδιού. Εγώ και ο Νίκος μαζέψαμε λουλουδάκια, ανεβήκαμε στην ξινομηλιά μας, ξαπλώσαμε κάτω από το αμπέλι μας, ακούσαμε τα πουλάκια να κελαηδάνε, κλωτσήσαμε την μπάλα μας μέσα στο χορτάρι, συναντηθήκαμε με μια χελώνα, βρήκαμε μια φωλίτσα από μυρμήγκια και κυνηγήσαμε έναν σκίουρο που έκλεβε τα φρούτα μας».
Συγχαίρουμε την κυρία Όλγα Κουτμηρίδου-Μεταξά για το βιβλίο της και την ευχαριστούμε για την ομορφιά, την ανεμελιά και την ξενοιασιά που μας χάρισε.
Της ευχόμεθα υγεία και χαρά και έμπνευση, ώστε να μας προσφέρει και άλλα λογοτεχνικά «κ ε ν τ ή μ α τ α ».