Γράφει η Σοφία Πιστοφίδου- Τσόγκα
Καθηγήτρια Φιλόλογος
Συναξάριον
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ παραβολῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μνείαν ποιούμεθα, ἣν οἱ θειότατοι Πατέρες ἡμῶν δευτέραν ἐν τῷ Τριῳδίῳ ἐνέταξαν.
Τῇ ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.»
Ευαγγέλιον
ΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ, κεφ ιε’, 11-32
«Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. …»
Ήχος α’
«Εἰς ἀναμάρτητον χώραν, καὶ ζωηρὰν ἐπιστεύθην, γεωσπορήσας τὴν ἁμαρτίαν· τῇ δρεπάνῃ ἐθέρισα, τοὺς στάχυας τῆς ἀμελείας, καὶ δραγμάτων ἐστοίβασα, πράξεών μου τὰς θημωνίας, ἃς καὶ κατέστρωσα οὐχ ἅλωνι τῆς μετανοίας. Ἀλλ´ αἰτῶ σε, τὸν προαιώνιον γεωργὸν ἡμῶν Θεόν· Τῷ ἀνέμῳ τῆς σῆς φιλευσπλαγχνίας, ἀπολίκμισον τὸ ἄχυρον τῶν ἔργων μου, καὶ σιτάρχησον τῇ ψυχῇ μου τὴν ἄφεσιν, εἰς τὴν οὐράνιόν σου συγκλείων με ἀποθήκην, καὶ σῶσόν με».
Σε χρόνους αυχμηρούς και άφωτους, μέσα στον «ορυμαγδό» του σήμερα, όπου με τρομακτική ένταση συγκρούονται λόγια και έργα, θεωρίες και πράξεις, άτομα και ομάδες ατόμων, ιδέες και πραγματικότητα, λογική και απόλυτος παραλογισμός, συναίσθημα και άκρατος κυνισμός, ας στρέψουμε το βλέμμα μας και την ψυχή μας στον Άσωτο της παραβολής του Κυρίου μας Χριστού.
Ίσως εκεί μπορέσουμε να βρούμε ένα στασίδι ισορροπίας, να ακουμπήσουμε την σημερινή παραζάλη και να αναπαύσουμε την ψυχή και το πνεύμα, αλλά και το σώμα, το καταπληγωμένο μέσα στην θύελλα και τον ανεμοστρόβιλο των πολλών και ποικίλων, δυσάρεστων και δυσβάστακτων καταστάσεων, στις οποίες αιφνιδίως και επιμελέστατα αμελώς! μας εγκλώβισαν ιθύνοντες «νόες» δαιμονικοί.
Ήχος β’
«Ὢ πόσων ἀγαθῶν, ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα! ὢ ποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! τὸν πλοῦτον ἠνάλωσα, ὅν περ ἔλαβον· τὴν ἐντολὴν παρέβην. Οἴμοι τάλαινα ψυχή! τῷ πυρὶ τῷ αἰωνίῳ λοιπὸν καταδικάζεσαι· διὸ πρὸ τέλους βόησον Χριστῷ τῷ Θεῷ· Ὡς τὸν Ἄσωτον δέξαι με Υἱόν, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με».
Ο σημερινός άνθρωπος, όπως και ο τότε, της Παραβολής, δικαιούται, κατά τον Πατέρα Θεό, την ευσπλαγχνία, την συμπόνοια, την στήριξη, την ανακούφιση, την παρηγοριά.
Εξαίρετα ποιήματα, τροπάρια της Εκκλησιαστικής Χριστιανικής Υμνολογίας περιγράφουν «ποιητικώτατα»! την θλίψη που προκαλεί το βύθισμα στο κακό, και μέχρι τον πυθμένα του. Παράλληλα όμως δείχνουν και την υπάρχουσα οδό διαφυγής, την δίοδο εξόδου, όχι μέσα από σχισμάδες απόκρημνων και κοφτερών βράχων, ή μέσα από στενωπούς και λαγούμια σκοτεινά. Η απελευθέρωση έρχεται με τρόπο φωτεινό, ολόφωτο, «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε˙».
« Ήρθε στα συγκαλά του» λένε οι άνθρωποι, όσοι νιώθουν ότι μαζί με την ζωή στολίστηκαν και με ψυχή, θεϊκή πνοή, από τον Δημιουργό. Και τότε, με το θάρρος της αναγνώρισης του σφάλματος, βρίσκουν τον δρόμο της «μετάνοιας και της μεταμέλειας», μέγιστο όπλο και άμυνα ισχυρή απέναντι στα βέλη του εχθρού. Και απευθύνονται για να απομακρύνει την απόγνωση και την δειλία που εμποδίζουν την ασχολία τους με καλά έργα όχι στον «βεβορβορωμένο», όπως οι χοίροι, και δυσώδη δυνάστη, αλλά στον μόνο, στον Έναν, στον Πατέρα της Χριστιανικής Πίστεως. Αυτόν, που χωρίς ονειδισμούς και ποινές εναγκαλίζεται τον Άσωτο, και κάθε «άσωτο», το σπλάγχνο του, και τον καταφιλεί πονώντας για την κατάντια του, αλλά και «χαίρων» για την επιστροφή του.
Ήχος πλ. β’
«Πάτερ ἀγαθέ, ἐμακρύνθην ἀπὸ σοῦ μὴ ἐγκαταλίπῃς με, μηδὲ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς βασιλείας σου· ὁ ἐχθρὸς ὁ παμπόνηρος ἐγύμνωσέ με, καὶ ᾖρέ μου τὸν πλοῦτον· τῆς ψυχῆς τὰ χαρίσματα ἀσώτως διεσκόρπισα, ἀναστὰς οὖν, ἐπιστρέψας πρὸς σὲ ἐκβοῶ· Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου, ὁ δι’ ἐμὲ ἐν Σταυρῷ τὰς ἀχράντους σου χεῖρας ἁπλώσας, ἵνα τοῦ δεινοῦ θηρὸς ἀφαρπάσῃς με, καὶ τὴν πρώτην καταστολὴν ἐπενδύσῃς με, ὡς μόνος πολυέλεος».
Καθώς πολλοί από εμάς ευρισκόμεθα σήμερα σε παρόμοια θέση, πώς σκεπτόμαστε να βγούμε από την απόγνωση και την δειλία του αμαρτωλού; «ἐλθόντες εἰς ἑαυτὸν», τι θα αποφασίσουμε; Θα μείνουμε «λιμώττοντες» χοιροβοσκοί σε ξένους αφέντες, όπου δεν δικαιούμεθα ούτε χοιροτροφή –ξυλοκέρατα- γιατί θα λιγοστέψει η τροφή των χοίρων που θεωρούνται σπουδαιότεροι από τον πεινασμένο άνθρωπο –βοσκό;
Ή θα παραδεχθούμε το σφάλμα μας, και με ταπείνωση και μετάνοια λογική, ταιριαστή με την ανθρώπινη ιδιότητά μας, θα επιστρέψουμε στον εύσπλαγχνο Πατέρα μας, παρακαλώντας τον: «λίχνισε με τον αέρα της ευσπλαγχνίας σου το άχυρο των έργων μου, και αντί για το σιτάρι ως τροφοδοσία μου, χάρισε την άφεση των αμαρτιών στην ψυχή μου και κλείσε την στην ουράνια αποθήκη σου».
Ήχος β’
“Στειρωθέντα μου τόν νούν, καρποφόρον ο Θεός, ανάδειξόν με, γεωργέ τών καλών, φυτουργέ τών αγαθών, τή ευσπλαγχνία σου”
Πηγές:
ΤΡΙΩΔΙΟΝ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΝ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ
ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ