Το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Σιώμου «Ο κόκκινος σπάγκος», κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» και παρουσιάζεται το απόγευμα της ερχόμενης Τετάρτης 24 Ιανουαρίου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Βέροιας. Προηγήθηκαν τα βιβλία του «Ο Κορυδαλλός« που κυκλοφόρησε το 2012 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια και «Το παράπονο του Εμμανουήλ Παππά» το 2014 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη με 9 διηγήματα αναφερόμενα σε τοπία της Βέροιας, με ήρωες , κατοίκους της πόλης.
Ο Γιώργος Σιώμος κατάγεται από τα Γρεβενά, αλλά εδώ και 25 χρόνια ζει στη Βέροια, εργαζόμενος της ΔΕΗ από όπου συνταξιοδοτήθηκε.
« Στη Βέροια μεγάλωσα τα παιδιά μου. Μια μέρα , όντας συνταξιούχος, έπινα καφέ με τον Δαμιανό τον Καϊλόγλου, μουσικός, δάσκαλος βιολεντσέλο, και του διηγήθηκα κάποιες ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό. Ακούγοντάς τες, μου ζήτησε να γράψω μια ιστορία και να του την παραδώσω την επόμενη φορά που θα τον δω. Έτσι κι έγινε. Από τότε, επί έξι μήνες είχα βυθιστεί στην εποχή των παιδικών μου χρόνων. Κάθε εβδομάδα σχεδόν έγραφα και από μια ιστορία», είπε ο συγγραφέας στον Άκου 99.6, στην εκπομπή «πρωινές σημειώσεις», της Σοφίας Γκαγκούση.
Ο κ. Σιώμος μεγάλωσε στο χωριό Λόχμη των Γρεβενών, ένα πολύ μικρό χωριό.
«Λένε ότι πατρίδα μας είναι η παιδική ηλικία, είναι πάντα ωραία. Με το πρώτο βιβλίο, τον «Κορυδαλλό», προσπάθησα να αποτυπώσω την εποχή εκείνη και τον τρόπο ζωής των κατοίκων που θεωρώ ότι μοιάζει με όλη την ύπαιθρο της χώρας, απλώς εστιάζω μέσα από τα δικά μου τα βιώματα αλλά και βιώματα φίλων, στο χωριό. Οι άνθρωποι τότε ήταν γεωκτηνοτρόφοι και είχαν δύσκολη ζωή. Η περίοδος 1950 έως 67’ είναι καταγεγραμμένη σ αυτό το βιβλίο, το οποίο δεν είναι αυτοβιογραφικό. Προσπαθώ να αποτυπώσω απλώς την εποχή εκείνη , με τα μάτια ενός παιδιού που μεγαλώνει, από διήγημα σε διήγημα. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου ονομάζεται ερημεία και αντικατοπτρίζει την σημερινή κατάσταση του χωριού. Έτσι λοιπόν, όλη η δράση εξελίσσεται στο νεκροταφείο. Όταν ερημώνει ένα χωριό, γεμίζει το νεκροταφείο».
Η περιπέτεια με την συγγραφή του πρώτου βιβλίου, του άρεσε και ως ηλικιωμένος 60+ χρονών, όπως λέει, αποφάσισε να συνεχίσει. Έτσι έρχεται «Το παράπονο του Εμμανουήλ Παππά», διηγήματα που σχετίζονται με κατοίκους, περιοχές αλλά και καφέ της Βέροιας. Το τρίτο του βιβλίο με 28 διηγήματα, λειτουργεί σαν «κόκκινος σπάγκος» που τα δένει με το νήμα της μνήμης, το νήμα της ζωής, ως αρτηρία που τροφοδοτεί με αίμα όλα τα ζωτικά όργανα του σώματος. Στο πρώτο διήγημα, στο τσάμικο, που ως χορευτής ο ίδιος το ξέρει καλά, ο αναγνώστης διαβάζει στην τελευταία παράγραφο μια δυνατή περιγραφή του χορού που βγαίνει από την ψυχή …
«Έγερση. Διατρέχω τρεις χιλιάδες χρόνια σε τρία λεπτά. Δεν είμαι εγώ αυτός που βλέπεις, είμαι οι άλλοι, οι παλιοί, μου έχουν δώσει τον μαύρο σκούφο τους, τα μαύρα σεγκούνια και τη λευκή φουστα¬νέλα τους, με πτυχές όσες και τα χρόνια της σκλαβιάς, τα τσαρούχια με τη μαύρη φούντα. Έχω καθήκον βαρύ, πρέπει να βγάλω το άχτι τους, να τινάξω από πάνω τους τη δουλεία, τα βάσανα και τους εξευτελισμούς. Γονατί¬ζω με το δεξί πάνω στο στήθος του τύραννου, ενώ έχω το δεξί μου χέρι, με την παλάμη ανοιχτή, σε ετοιμότητα πάνω από τον ηττημένο, κάνω μια μικρή παύση για να απολαύσω τη νίκη μου, έγερση, τέλος».
Ο συγγραφέας χαρίζει ωραίες στιγμές στους αναγνώστες και στα τρία του βιβλία, που όσο τα ανακαλύπτει κανείς, τόσο αφήνεται ευχάριστα στο λόγο και τις περιγραφές του.