Γράφει ο Μάκης Δημητράκης
Γεννήθηκε στη Βέροια από ευσεβείς και πλούσιους γονείς. Η ακριβής ημερομηνία γέννησης δεν είναι γνωστή. Πιθανολογείται ότι έζησε τον 11ο αιώνα. Ο Αντώνιος, νέος ακόμη αισθάνθηκε την ανάγκη για μοναστική ζωή. Έτσι αναχώρησε σε ηλικία 20 ετών στις πλαγιές των Πιερίων στη σκήτη της Μονής Προδρόμου.
Στη σκήτη
Για απόλυτη ησυχία, ο Αντώνιος εγκατέλειψε τη Μονή και ασκήτεψε για 50 περίπου χρόνια σε σπηλιά απόκρημνη στις όχθες του Αλιάκμονα. Εκεί τρεφόταν κυρίως με χόρτα-βότανα της γύρω περιοχής. Τις κοσμικές προκλήσεις αντιμετώπιζε με πίστη, προσευχή και ψαλμούς. Στη σκήτη τον επισκέπτονταν κάτοικοι από τη Βέροια και τα γειτονικά χωριά, συζητούσαν μαζί του και ζητούσαν την ευλογία του. Τακτικά επισκεπτόταν τη Μονή Προδρόμου ενώ συχνά δεχόταν την επίσκεψη ιερομόναχου από τη Βόσοβα (Σφηκιά) που του πήγαινε τρόφιμα. Συχνά επίσης κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων.
Το γήινο τέλος του
Σε βαθιά γηρατειά, σε ηλικία 94 περίπου χρόνων (κατ’ άλλους 80 ετών) προαισθανόμενος το γήινο τέλος του, ζήτησε από τους επισκέπτες του να μην τον ξαναεπισκεφτούν και διαταράξουν την ησυχία του. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Ειδοποίησε τον ιερά από το διπλανό χωριό και ζήτησε να κοινωνήσει. Ήπιε και λίγο νερό. Το ημερολόγιο έδειχνε 1η Ιανουαρίου. Ο Αντώνιος ξάπλωσε στο έδαφος, σταύρωσε τα χέρια του, είπε σχετικούς ψαλμούς και εξέπνευσε χαρούμενος.
Δεκαέξι μέρες – σύμφωνα με την παράδοση – ήταν ξαπλωμένος-νεκρός στη μέση της σπηλιάς-σκήτης ενώ μια λυχνία ολόφωτη κρεμόταν από πάνω του χωρίς να στηρίζεται πουθενά.
Το λείψανό του εντόπισαν-ανακάλυψαν σκυλιά κυνηγών από τη Βέροια που έφθασαν στη σπηλιά και είδαν τον Άγιο σαν να ήταν ζωντανός. Γνωρίζοντας από καιρό την ύπαρξη του Αντωνίου και την ασκητική του ζωή, επέστρεψαν στη Βέροια και ανάφεραν το γεγονός στον Αρχιερέα της πόλης.
Κατά μία άλλη εκδοχή ο κλήρος και ο λαός τοποθέτησαν τη σωρό του Αγίου σε λάρνακα και αυτήν σε βοϊδάμαξα. Τα βόδια ξεκίνησαν από τη σκήτη, πέρασαν την κοίτη του Αλιάκμονα και χωρίς κανείς να τα οδηγεί έφθασαν στη Βέροια και σταμάτησαν κάτω από τη μουριά κοντά στο πατρικό σπίτι του Αγίου όπου και τον έθαψαν.
Η παράδοση
Σύμφωνα με μια παράδοση μετά την ανεύρεση της σωρού του Αγίου οι κάτοικοι της Βέροιας και των γύρω χωριών φιλονικούσαν για το πού θα μεταφερθεί το λείψανο για ταφή. Καθένας ήθελε στον τόπο του. Τελικά συμφώνησαν να αφήσουν τον Άγιο να «διαλέξει». Έζεψαν λοιπόν σε άγρια βόδια μια άμαξα στην οποία έβαλαν τη λάρνακα με τον Άγιο. Όπου αυτή θα σταματούσε εκεί θα έθαβαν τη σωρό του Αγίου.
Ονομασία των οικισμών
Οι πρώτοι ναοί και οι πυρκαγιές
Ο Ναός της Παναγίας της Καμαριώτισσας σταδιακά πήρε το όνομα του Αγίου. Πιθανότατα ο ναός αυτός καταστράφηκε από πυρκαγιά πριν το 1860 και η εκκλησία που κτίσθηκε στη θέση της καμένης αφιερώθηκε στον Άγιο Αντώνιο. Αλλά και η καινούργια εκκλησία, κάηκε από απροσεξία του καντηλανάφτη τη νύχτα της 4ης Φεβρουαρίου 1898.
Ο σημερινός Ναός και η Ευδοξία Μαλακούση
Από την επομένη της καταστροφικής πυρκαγιάς άρχισε η ανοικοδόμηση νέου ναού, του σημερινού, με πάνδημη συνεισφορά του βεροιώτικου πληθυσμού και κυρίως της Ευδοξίας Μαλακούση το σπίτι της οποίας ήταν πολύ κοντά στην εκκλησία. Η Αρχόντισσα Ευδοξία διέθεσε το ποσό των 3.700 χρυσών λιρών για την ανέγερση του Ναού ενώ ο σύζυγός της Ιωάννης κληροδότησε στο Ναό ένα σπίτι και ένα χάνι (πανδοχείο) ενώ 1.000 λίρες σε σχολεία και ιδρύματα της πόλης.
Ο σημερινός Ναός εγκαινιάσθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1904. Είναι τρίκλιτος (δύο σειρές από κολώνες), ρυθμού βασιλικής και έχει μήκος 42 μ., πλάτος 24 μ. και ύψος 12 μ. Ο Ναός στο παρελθόν ήταν θεραπευτήριο τρελών που τους φρόντιζε ένας υπάλληλος. Τελευταίος υπάλληλος αναφέρεται ο αποκαλούμενος Γκαμπράνης ή Καμπάνης. Μέχρι τελευταία μάλιστα έλεγαν στη Βέροια και την ευρύτερη περιοχή τις φράσεις «Θα σε πάμε στον Γκαμπράνη» και «Αυτός είναι για τον Γκαμπράνη».
Ο Δήμος Βέροιας έδωσε το όνομα της μεγάλης ευεργέτιδας σε δρόμο νότια του Ναού ενώ ο Μητροπολίτης μας κ.κ. Παντελεήμων θεώρησε χρέος ευγνωμοσύνης να στηθεί η προτομή της στον αύλειο χώρο του ναού τα αποκαλυπτήρια της οποίας έγιναν στις 7 Νοεμβρίου 2004.
Προς τιμή του Αγίου Αντωνίου του νέου, του Πολιούχου της Βέροιας, υπάρχουν ακόμη ναοί στη Θεσσαλονίκη και την Αυνά της Λάρισας.
Στην έρευνά μου, άντλησα πολύτιμες πληροφορίες από έργα των ντόπιων συγγραφέων-ερευνητών Γ. Χιονίδη, Θ. Γαβριηλίδη, Π. Πυρινού και τον Μητροπολίτη μας κ.κ. Παντελεήμονα που ασχολήθηκαν και έγραψαν σχετικά.