Της Δέσποινας Παπαγιαννούλη
Σε μια εποχή που σπανίζουν τα συναισθήματα, το καλό θέατρο είναι μια μοναδική κι αστείρευτη πηγή άντλησης συναισθημάτων και κίνησης ψυχής. Συν(γ)-κίνηση ήταν το συναίσθημα που μας πλημμύρισε και μας έκανε να αισθανθούμε αυτόν το μοναδικό κι αναντικατάστατο «πλούτο» στην εξαιρετική παράσταση του Πέτρου Μαλιάρα, «Γκόλφω Project» από την ομάδα Ονειροπόλοι των τμημάτων θεατρικής υποδομής του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Ένας τίτλος που παραπέμπει σε μια θεατρική σπουδή πάνω στο, απλοϊκό, βουκολικό δράμα του Σπυρίδωνα Περεσιάδη, τη «Γκόλφω». Ένα ποιητικό θεατρικό κείμενο από τα πιο κλασικά του είδους που αποδεικνύεται, απόλυτα, δεκτικό στην απόπειρα ενός project. Αρκεί να το διαβλέψει αυτό ο δημιουργός-σκηνοθέτης. Να τολμήσει και να αποπειραθεί να αναστοχασθεί με το δικό του τρόπο πάνω σε ένα ακόμη «déjà vu», πάνω σε κάτι τόσο γνώριμο στην κοινωνία των ανθρώπων, όπως η αγάπη, το χρήμα κι ο θάνατος.
Υψηλών προδιαγραφών παράσταση από έφηβους μαθητές που θα τη ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες του είδους. Μια παράσταση που ανοίγει πόρτες και παράθυρα στο πρωτότυπο κείμενο και που ανεβάζει το θεατρικό παιχνίδι από την πρόβα των παρασκηνίων πάνω στη σκηνή, καταργώντας τις τεχνητές αποστάσεις στο χώρο. Ο απλός θεατρικός καμβάς της «Γκόλφως» εμπλουτίζεται με πολύ θεατρικό παιχνίδι που εκτυλίσσεται σε ένα σχεδόν ονειρικό σκηνικό, κάτω από τους ήχους μιας μουσικής που αφήνει επίγευση παράδοσης και ροκ, ελληνικότητας και διαχρονικής πραγματικότητας. Αυτή είναι και η βασική σφραγίδα της παράστασης που μετατρέπεται, αριστοτεχνικά, από το σκηνοθέτη σε μια, απόλυτα, σύγχρονη θεατρική πρόταση αξιώσεων.
Ο χωροχρόνος του έργου, μέσα από το υπέροχο σκηνικό που αναδεικνύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι εξαιρετικές εναλλαγές φωτισμού, καθώς και οι πρωτότυπες ενδυματολογικές προτάσεις, βρίσκεται ανάμεσα στις απαιτήσεις του πρωτότυπου κειμένου αλλά και ενός μπεκετικού «No man’s land» τοπίου. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός δάσους όπου τα άφυλλα δέντρα προβάλλουν την εικόνα της ανθρώπινης τραγωδίας που παίζεται πάνω στην κεντρική κλιμακωτή εξέδρα, θέατρο οικουμενικό μέσα στο θεατρικό του Περεσιάδη, σκάλα και ικρίωμα που ενώνει γη και ουρανό, ζωή και θάνατο. Μια εξέδρα που δεσπόζει στο σκηνικό, κάτω από έναν ουρανό άλλοτε ολόφωτο κι άλλοτε βαρύ και σκοτεινό που σκεπάζει το δράμα των μαυροφορεμένων ηρώων. Κάθε δέντρο κι ένα σημείο αναφοράς για κάθε ζευγάρι της Γκόλφως και του Τάσου. Ήρωες που άλλοτε δοξάζονται, άλλοτε αποκαθηλώνονται κι άλλοτε παρακολουθούν, θεατές οι ίδιοι και πρωταγωνιστές, μέσα στο ίδιο έργο. Κάποτε, γίνονται ο ραψωδιακός χορός μιας θεατρικής περσόνας.
Ο σκηνοθέτης δίνοντας τους ίδιους ρόλους σε διαφορετικά πρόσωπα καταγράφει την απόπειρά του μαζί με εκείνη των ηθοποιών να ενσαρκώσουν, πολλαπλά, τον ίδιο ρόλο, σπάζοντας, έτσι, τους παραδοσιακούς θεατρικούς κανόνες. Μια δυνατή προσπάθεια εκμηδένισης τόσο της απόστασης ανάμεσα στους ηθοποιούς όσο και ανάμεσα στους θεατές. Οι νεαροί, ερασιτέχνες ηθοποιοί καλούνται να υποδυθούν όλοι τους ίδιους πρωταγωνιστές αλλά και να σταθούν σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, κάνοντάς τα και τα δύο πολύ καλά. Στέκονται, τρέχουν, κινούνται, σιωπούν ή φωνάζουν δίπλα, πίσω κι ανάμεσά μας. Γινόμαστε σκηνή και σάλα ένα μεγάλο θεατρικό εργαστήρι αλά Grotowski.
Η κορύφωση, όμως, που εξασφαλίζει την επιτυχία της παράστασης, είναι εκείνη της ανατροπής. Τότε που μπαίνει στο προσκήνιο και κυριαρχεί ο υπέροχος ποιητικός λόγος του βασικού κειμένου. Και ενώ αρχικά ο λόγος εκφράζει την απόλυτη οργή της Γκόλφως για την προδομένη της αγάπη, στη συνέχεια, εντείνει στο έπακρο τη συν(γ)-κίνηση του θεατή αφού μεταβάλλεται σε πολύτιμο λόγο συν(γ)-χώρεσης προς τον αγαπημένο της Τάσο, λίγο πριν το θάνατό της με δηλητήριο.
Η ατέλειωτη κραυγή και το μοιρολόι της μάνας της Γκόλφως πάνω από το νεκρό σώμα του παιδιού της, ξεδιπλώνουν την εικόνα της αρχέτυπης κραυγής από τον Αισχύλο ως τον Περεσιάδη κι ως τις σημερινές, σύγχρονες κραυγές γυναικών. Κραυγές που ξεχύνονται σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις στο χώρο, όπως στο θέατρο του Τερζόπουλου και συμπαρασύρουν όποιον υπάρχει, εκεί. Έτσι ξορκίζεται το άδικο κι ο θάνατος, παντού, στην επικράτεια της Μεσογείου, σε αντίθεση, με το δυτικό αγγλοσαξωνικό καθωσπρεπισμό. Αυτή είναι μια συγκλονιστική, πανανθρώπινη, πρόταση του νεαρού και πολλά υποσχόμενου σκηνοθέτη. Και αυτό βγαίνει, καθαρά, πάνω στη σκηνή από την «πολυμορφική», ελληνίδα μάνα της παράστασης. Μια κραυγή που σπάει τα σύνορα κι ανοίγει το πέρασμα στο επέκεινα και στην αληθινή ζωή της Αιώνιας Αγάπης.
Επενδύσαμε με απόλυτη επιτυχία στην ψυχή μας με αυτό το θεατρικό άνοιγμα. Γίναμε θεατές- μάρτυρες σε ένα παραδοσιακό δράμα που άνοιγε ρωγμές μπροστά στα μάτια μας. Ρωγμές απ’όπου αιμορραγούσε, ασταμάτητα, μια δεύτερη, πανανθρώπινη σκηνή, κυρίαρχη στην αρχική του Περεσιάδη. Μια κυρίαρχη σκηνή πλαισιωμένη από τη νεανική ορμή, που συνδύαζε το τραγικό με το κωμικό, το χθες με το σήμερα, το κλασικό με το μοντέρνο, το διονυσιακό με το απολλώνιο, τη ζωή με το θάνατο. Μια σκηνή ενταγμένη στην τόσο ανοιχτή φόρμα του θεατρικού project όπου τίποτε δεν αποκλείται κι όπου σκηνή και σάλα κληθήκαμε να κάνουμε όλοι μαζί τη μικρή-μεγάλη, εσωτερική μας επανάσταση.