Της Χρύσας Μπέκα, Ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας
«Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μικρό μυρμήγκι το οποίο κάθε μέρα (εκτός από τις μέρες του χειμώνα) έβγαινε από την φωλιά του και γύρευε τροφή για το ίδιο αλλά και για να αποθηκεύσει στη φωλιά του για όλες τις δύσκολες μέρες που κάθε χρόνο ακολουθούσαν. Αυτό το μικρό μυρμήγκι συνήθιζε καθημερινά να πηγαίνει σε έναν θεόρατο πέτρινο τοίχο και με τα μικρά του δόντια να δαγκώνει λίγο από το σκληρό πέτρινο υλικό και να το μεταφέρει στην φωλιά του. Το μικρό μυρμήγκι έκανε αυτή την κίνηση κάθε μέρα για πολλά χρόνια με την ίδια επιμονή και όρεξη. Ο τεράστιος πέτρινος τοίχος ούτε που ένιωθε κάτι από το μικρό δάγκωμα του μυρμηγκιού, (άραγε τα μυρμήγκια τρώνε τεράστιους τοίχους;) κι έτσι δεν ένιωθε ποτέ ούτε καν την παρουσία του.
Τα χρόνια λοιπόν πέρασαν ώσπου μια μέρα, φθινόπωρο ήταν σίγουρα, το μυρμήγκι ξαναβγήκε από τη φωλιά του και κάνοντας τη γνώριμη διαδρομή του ξανακατευθύνθηκε στον γνωστό προορισμό του και, μόλις έφτασε στον πέτρινο γιγάντιο τοίχο, άνοιξε το μικρό του στοματάκι και δάγκωσε μια σκόνη από τις γιγάντιες πέτρες του γιγάντιου τοίχου. Και τότε!!!
Σαν μια σκηνή από εικόνα της Αποκάλυψης ο γιγάντιος τοίχος γκρεμίστηκε κι έπεσε απότομα κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο, ανακατεμένο με ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης ανάμεσα στα τεράστια συντρίμμια που είχαν πλακώσει γύρω τους τα πάντα. Τα πάντα εκτός από το μικρό μυρμήγκι που ήταν τόσο μικρό που γλίτωσε ακόμη και τη συντριβή του. Μόλις αυτό κατάλαβε πως ο τοίχος είχε γκρεμιστεί, έτριψε για λίγο το πηγούνι του και κατευθύνθηκε σε άλλο τοίχο πιο στέρεο και πιο μεγάλο. Δεν ήθελε πια να μεταφέρει πέτρες από έναν τοίχο που είχε γίνει συντρίμμια, όσο να είναι κάθε τοίχος όταν γκρεμίζεται δεν είναι τίποτε άλλο από ερείπια, ούτε μια σκόνη του δεν έχει σημασία…»
Λαϊκό παραμύθι
Το μυρμήγκι της ιστορίας είναι η συνήθεια που καταπίνει τον πέτρινο τοίχο, ο οποίος συμβολίζει το οικοδόμημα της ζωής μας. Η συνήθεια λειτουργεί ύπουλα και θέτει τους όρους και τα όρια της δράσης μας. Είμαστε αυτό που έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε για τον εαυτό μας και ζούμε ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ρουτίνας το οποίο, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, προσδιορίζει αυτό που θα γίνουμε στο μέλλον. Με άλλα λόγια, αυτό που εφαρμόζουμε στην καθημερινότητά μας μηχανικά και χωρίς καν να το παρατηρούμε, γίνεται το πεπρωμένο μας. Οι διαπροσωπικές σχέσεις δεν λήγουν απότομα. Η συνήθεια είναι εκείνη που σαν το μυρμήγκι της ιστορίας έτρωγε λίγο λίγο τον ποιοτικό χρόνο και επέτρεπε στην ανία να αντικαταστήσει τον ενθουσιασμό και τη δημιουργικότητα της «συνάντησης».
Μπορεί εύκολα να κάνει κανείς μια πρόβλεψη για το τι πρόκειται να φέρει το μέλλον, αν παρατηρήσει με προσοχή τις μικρές και ανεπαίσθητες συνήθειες της καθημερινότητάς του. Για παράδειγμα, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι εκείνος που συνηθίζει να είναι αναβλητικός, πιθανότητα δε θα πετύχει εύκολα τους στόχους του. Εκείνος που έχει την τάση να μη μοιράζεται τα συναισθήματά του, μάλλον θα έχει λιγότερο ουσιαστικές διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτός που συνηθίζει να απομονώνεται, προοδευτικά ίσως καταλήξει κοινωνικά αποκλεισμένος. Η διαφορά αυτού που είμαστε με αυτό που ονειρευόμαστε να γίνουμε είναι η δράση που επιλέγουμε στο σήμερα. Οι καθημερινές συνήθειες που προωθούν ή υπονομεύουν κάθε αύριο, μέσα από την ανοχή που σταδιακά μεταφράζεται ως συγκατάθεση.
Η δύναμη της συνήθειας είναι τόσο ισχυρή που σε πολλές περιπτώσεις δυσκολευόμαστε να απαλλαγούμε από μια έξη που είναι επιβλαβής. Συνηθίζουμε να επιλέγουμε τη σταθερότητα και την ασφάλεια του οικείου, ακόμη και αν δεν ικανοποιητικό, εξαιτίας του φόβου να βαδίσουμε σε άγνωστα και ανεξερεύνητα μονοπάτια. Χτίζουμε τη ζωή μας προοδευτικά μέσα από επιλογές που θεωρούμε ότι κάνουμε συνειδητά. Το μεγαλύτερο, όμως κομμάτι που επιδρά στη δράση μας είναι οι συνήθειές μας. Τα μικρά δαγκώματα του μυρμηγκιού που δεν αντιλαμβανόμαστε και, επομένως, επιτρέπουμε να επηρεάζουν τη ζωή μας.
Αντίρροπη στη δύναμη της συνήθειας είναι η δύναμη της θέλησης. Η επιθυμία να θέτουμε στόχους που αλλάζουν τα υπάρχοντα κακώς κείμενα και η κινητοποίηση προς αυτή την κατεύθυνση. Η αντικατάσταση του φόβου της αλλαγής με την ενθουσιασμό για τις δυνατότητες που φέρνει κάθε νέα αρχή και την πίστη ότι οτιδήποτε αλλάζει είναι φορέας ζωής και ανάσας, που τροφοδοτεί την τάση μας συνεχώς να εξελισσόμαστε με στόχο να φτάσουμε στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας.