Είναι 75 χρόνων, συνταξιούχους του Σωματείου Φορτοεκφορτωτών στο οποίο δούλευε από τότε που επέστρεψε από την εξορία, την περίοδο της χούντας. Πρόκειται για τον Γιώργο Μουρατίδη, τον Γιωρίκα, όπως τον φωνάζουν όλοι, ο οποίος μετά τη σύνταξη, αφιερώνει όλο του τον χρόνο πλέον στους συνανθρώπους του, κάνοντας όπως λέει το καθήκον του. Μάλιστα για την εθελοντική του προσφορά τιμήθηκε από το Δήμο Βέροιας και Συλλόγους.
Τον συναντήσαμε ένα πρωί στα γραφεία του Συλλόγου Καρκινοπαθών στη Βέροια, απ’ όπου περνάει κάθε μέρα, για οτιδήποτε μπορεί να χρειαστεί. Όπως κάνει και με τους περισσότερους κοινωνικούς φορείς της περιοχής μας.
«Όποιος με φωνάξει, διεκπεραιώνω… O Δήμος, το Κοινωνικό Παντοπωλείο, ο Έρασμος, η Πρωτοβουλία , το Ανθρώπινο Δυναμικό και όποιος με χρειάζεται…».
-Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;
Η δουλειά στο Σωματείο ήταν πολύ σκληρή. Δεν πήγαινε κανένας τότε και έψαχναν άτομα για χαμαλίκι. Όλα με τα χέρια, χωρίς μηχανήματα όπως σήμερα. Δούλεψα 35 χρόνια εκεί. Όταν βγήκα στη σύνταξη, πήγα στο χωριό μου στον Άγ. Γεώργιο να μείνω, αλλά από χαρακτήρα, είπα ότι δεν γίνεται να κάθομαι… Έτσι, μέσα από την Εύξεινο Λέσχη, αλλά και από συλλόγους ξεκίνησα αυτή την αποστολή. Και παλιότερα όμως, όταν δούλεα στο Σωματείο, από μετακομίσεις στρατιωτικών, δικαστικών κ.ά., έμεναν διάφορα πράγματα που δεν τα έπαιρναν μαζί τους, κι εγώ με το αγροτικό, τα μάζευα… Όταν άρχισαν να έρχονται οι πόντιοι από περιοχές της Ρωσίας, μέσω της Λέσχης τους βοηθούσαμε και τους δίναμε αυτά τα πράγματα και ότι χρειαζόταν. Έτσι και οι άνθρωποι είχαν τα απαραίτητα και δεν πετιόταν τίποτα».
Αυτή η φράση, «να μην πετιέται τίποτε και να πιάνουν όλα τόπο» έγινε τρόπος ζωής για τον κύριο Γιώργο. Βοήθησε μετανάστες από την Αλβανία, νοικοκυρέους, που ήρθαν στο χωριό του, αλλά και ντόπιους μάζευε πράγματα (οικιακό εξοπλισμό, φάρμακα, ζαραβάτι) κάτι που κάνει μέχρι και σήμερα, για να δοθούν σε όσους τα έχουν ανάγκη.
«Εγώ αυτή τη δουλειά κάνω… παίρνω από αυτούς που δεν τα χρειάζονται και τα δίνω εκεί που υπάρχει ανάγκη. Οι σύλλογοι ξέρουν και μου λένε πού να τα πάω, για να πιάσουν τόπο. Ακόμα και στο χωριό, ότι έχουμε, το φορτώνω το βράδυ στο αγροτικό και τα μοιράζουμε στον κόσμο. Θεωρώ καθήκον μου, όταν κάποιος έχει ανάγκη και μπορώ να εξυπηρετήσω, να το κάνω. Ο κόσμος με ξέρει, με εκτιμάει και με φωνάζουν όλοι…».
Το να τρέχει για τους άλλους, ο κ. Μουρατίδης το προτιμάει, από το να κάθεται στο καφενείο. Να εφτάσ’ το μερτικό σου, έλεγε η μάνα μου… Αν έχεις κατενόν καρδίαν μη φοβάσαι….
Βέβαια, τα χρόνια περνάνε, η δουλειά που έκανε τόσα χρόνια ήταν πολύ σκληρή, αλλά ο ίδιος δεν το βάζει κάτω, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει λόγω ηλικίας. Το μεσημέρι αποσύρεται σπίτι του για φαγητό και ξεκούραση (απαραίτητη) και συνεχίζει ακάθεκτος.
Η δύναμή του είναι η αγάπη, η στήριξη και η προσφορά του κόσμου την οποία αντιπροσφέρει στον συνάνθρωπο.
«Να μην πηγαίνει τίποτα χαμένο» λέει συνέχεια εκτιμώντας ότι δεν κάνει τίποτα σπουδαίο, παρά μόνο, αυτό που πρέπει.
Ο Γιωρίκας Μουρατίδης, είναι ένα δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης από μόνος του. «Μακάρι να το έκαναν κι άλλοι αυτό… Αλλά υπάρχουν κι αυτοί που ίσως να κοροϊδεύουν, και να μην το βλέπουν με καλό μάτι. Εμένα όμως δεν με νοιάζει. Προσφέρω στον πλησίον και το θεωρώ αυτονόητο. Και δεν έχω κανένα όφελος παρά μόνο τη συνείδησή μου ήσυχη. Κοιμάμαι ήσυχος. Ακόμα και τα λεφτά που θα έδινα για τον καφέ μου ή τα τσιγάρα, τα δίνω για τη βενζίνη στο αγροτικό, να εξυπηρετήσουμε τον κόσμο. Κι ο κόσμος ξέρει και βοηθάει… Χαίρω της εκτίμησης κι αυτό μου φτάνει!» λέει επαναλαμβάνοντας με πίστη ότι το μόνο που αξίζει, είναι αυτό που τελικά μένει στη συνείδησή του, στη συνείδηση των παιδιών του και στα εγγόνια του. Κι ένα λιθαράκι να μάθουν να προσφέρουν είναι κέρδος! μας λέει, πριν τον αποχαιρετίσουμε, για να πάει για την μεσημεριανή του σιέστα. . «Μην κοιτάτε τί κάνουν οι άλλοι. Εσείς τί μπορείτε να κάνετε», τους λέει συνέχεια, όπως έκανε και η μάνα του όταν ήταν μικρός!