μια ιστορία της Βούλας Χατζίκου
ανήμερα των Φώτων
εικονογράφηση: Ορέστης Φ. Κουτσουπιάς
Του χιόν(ι) είχιν ανιβεί ίσια μι του γόνα κι η αφιέντ᾿ς η παπα- Γιουργούλτ᾿ς ξαπλουμένους στου γιατάκι τ᾿, κουντά στου τζιάκ(ι), συλλουϊούνταν πόσ(η) κρυάδα δα έφκιανιν τ᾿ χαραή που δα πάϊνιν στ᾿ Μητρόπουλ(η) για τουν αγιαζμό κι τζιτζίριαζιν. Κουκλώθκιν ως απάν᾿, κι πουγάλια-πουγάλια τουν πήριν…
Η παπα-Γιουργούλινα έβαλιν τα κουντούρια τ᾿ αφιέντ(η) κουντά στ᾿ν παρστχιά για να τα βρει ταχιά ζιστά, έσφσιν τ᾿ν γκαζόλαμπα κι έκατσιν να ξιαπουτάσ(ει) στ᾿ γουνιά, κουντά στου τζιάκ(ι)…
Κάτ᾿ τ᾿ς καμπάνις είχιν ανάψ(ει) του κούτσουρου κι απόψι διέ δα κοιμούνταν για να του φλάξ(ει) να μη ζβήσ(ει). Τρεις βραδγιές διέ δα σφαλνούσι μάτ(ι), για να μη ζβήσ(ει) του κούτσουρου. Έτσ(ι) ήταν τ᾿ αντέτ(ι)…
Τα παπαδόπλα είχαν κοιμθεί στα γιατάκια τα κι η παπαδγιά τα κουκούλουσιν καλά για να μην κρυώσουν…
Πότι-πότι του κούτσουρου έφκιανιν πρ᾿τσ-πρ᾿τσ κι απιτάχνουνταν κι καμνιά σκαλίθρα…
* * *
Ίγλιπιν η παπα-Γιουργούλινα τ᾿ς άδγις τ᾿ς βέργις που ήταν σκαλουμένις στου τζιάκ(ι) κι ίλιγιν μι παράπουνου:
-«Μπάριμ… να κριέμουνταν καμνιά θλιά λουκάνκα… να έσταζαν οι λίγδις στου κούτσουρου… να μουσκουβουλούσιν η νουντάς…».
Καλά μα, η αφιέντ᾿ς ήταν ντιπ φτουχός. Νιέ σπίτ(ι)… νιέ χουράφ(ι)… νιέ αμπέλ(ι)… Κι είχιν να ταΐσ(ει) πέντι στόματα… χώργια αυτός μι τ᾿ν παπαγδιά τ᾿. Διέ τ᾿ς αρτιρνούσιν ν᾿ αγουράσουν γρουνίσιου κι για λουκάνκα…
Διέν είχιν παράπουνου απ᾿ τουν αφιέντ(η) η παπαγδιά. Τόσα χρόνια διέ τ᾿ν άφκιν καμιά φουρά χουρίς λουκάνκα τα Χριστούγιννα.
Ύστρα η παπα-δγιάκους απ᾿ του Γκριζιάλ(ι), τ᾿ς έστιλνιν κάθι χρόνου λουκάνκα• καλά μα, ήταν μι πράσα κι όταν τα τηγάντζιν η παπαδγιά, αυτά έσκτζαν κι γιένουνταν σα τζβιά… Άλλου τα βιργιώτκα… Αμ ικείνα τ᾿ς κυρα-ντούντους, τ᾿ς Μαριγώς τ᾿ς Κουτσουρούδας…
* * *
Πρ᾿τσ-πρ᾿τσ ξαναέφκιασιν του κούτσουρου κι η παπαδγιά είπιν:
-«Ιά… τώρα σκάνουν οι ουχτροί…».
Η αφιέντ᾿ς η παπα-Γιουργούλτ᾿ς ρουχάλτζιν• καλά μα, είχιν κι του νου τ᾿ στ᾿ς καμπάνις για να σκουθεί κι όλου μουρμούρζιν μέσ᾿ τουν ύπνου τ᾿… «Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου Κύριεεεεε…».
Κι η παπαδγιά που τουν άκουϊν, τουν ίλιγιν:
-«Ακόμα αφιέντ(η)… ακόμα… κοίμα… δα σι φουνάξου ιγώ».
Κι μουν έβανιν του φτί τ᾿ς ν᾿ ακούσ(ει) τ᾿ν ώρα. Η ώρα ήταν μακρά, απάν᾿, στα τούρκικα• καλά μα, όταν χτυπούσιν, ακούουνταν ως τ᾿ς Αγιανάργιαρ(οι) κι ακόμα μακρύτιρα…
* * *
Κάτ᾿ τ᾿ χαραή η παζβάντ᾿ς σταμάτσιν όξου απ᾿ του σπίτ(ι) τ᾿ αφιέντ(η) κι χτύπσιν μι του μπαστούνι τ᾿ στου γκαλντιρίμ(ι) έντικα φουρές… Ήταν η ώρα έντικα αλά τούρκα… θκιά μας ώρα πέντι του προυΐ…
-«Αφιέντ(η)… αφιέεεεεντ(η)… ξύπνα…», τουν κούντσιν η παπαδγιά.
Απιτάχκιν η αφιέντ᾿ς απάν᾿, πήριν απ᾿ του γκούμ(ι) νιρό, νίφκιν, έβαλιν πλυμένα σκφούνια, έβαλιν τα κουντούργια τ᾿, έβαλιν του ράσου τ᾿, πήριν του γανουμένου του μπακρατσούλ(ι), έβαλιν μέσα τ᾿ν αγιαστούρα κι τουν Τίμιου τουν Σταυρό… κι κίντσιν να φύβγ(ει)…
-«Αφιέντ(η)…», φώναξιν η παπαδγιά, «αστόησις του φανάρ(ι) κι του ματσούκ(ι)».
Ντανννν… ντανννν… ντανννν… χτυπούσαν οι καμπάνις κι η αφιέντ᾿ς ακόμα να φτάσ(ει) στ᾿ Μητρόπουλ(η). Απ᾿ τ᾿ς Αγιανάργιαρ(οι) ως τ᾿ Μητρόπουλ(η) ήταν μακρά… κι του χιόν(ι) έπιφτιν… έπιφτιν…
Η παπα-Γιουργούλτ᾿ς είχιν πιράσ(ει) του μπακρατσούλ(ι) απ᾿ του λουρί τ᾿. Μι του ένα του χέρι τ᾿ τσάκουνιν του φανάρ(ι) κι μι του άλλου κνούσιν του ματσούκι τ᾿ σιαδώ-σιακεί, για να δγιώξ(ει) του σκλι, που τουν είχιν πάρ(ει) του κατόπ(ι) κι τουν γάβγιζιν όλ(η) τ᾿ν ώρα…
-«Πίσου μ᾿ σ᾿ έχου σατανά…», φώναξιν κι έρξιν του ματσούκ(ι) για να του βαρέσ(ει). Καλά μα, αυτό του άρπαξιν μι τα δόντγια τ᾿ κι… τόκουψιν παραλούκ(ι)…
Απού σιαχνισί σι σιαχνισί, η αφιέντ᾿ς έφτασιν στ᾿ Μητρόπουλ(η), τ᾿ν ώρα που σιέβινιν η Δισπότ᾿ς στ᾿ν ικκλησιά.
Είχαν μαζουχτεί όλν(οι) οι παπάδις. Ηταν μουνουκκλησιά. Η παπα- Γιουργούλτ᾿ς καρτιρούσιν πότι να μπιτίσ(ει) η αγιαζμός, να γιουμώσ(ει) του μπακράτσι τ᾿ κι να πάν(ει) να φουτίσ(ει) τα σπίτχια… Κάτ(ι) τέτχις μέρις τ᾿ς καρτιρούσιν όλους χαρά η αφιέντ᾿ς…
Όξου απ᾿ τ᾿ν ικκλησιά, είχαν μαζουχτεί τα πιδγιά που δα έπιρναν τα μπακράτσια. Η αφιέντ᾿ς έδουσιν του θκό τ᾿ του μπακράτσ(ι) στου πιδί τ᾿ς Τσιότσινας που ήταν ουρφανό, να βγάλ(ει) κι αυτό του καημένου κανιένα μιτιλλίκ(ι)…
* * *
Είχιν τρανή ινουρία η παπα-Γιουργούλτ᾿ς. Έπχιανιν τ᾿ς Αγιανάργιαρ(οι), μιγάλ(η) η χάρη τ᾿ς, τουν παππού τουν Αγιου-Πατάπ(η) κι τουν Αγιου-Σουτήρα μαχαλά….
Δα χιρνούσιν απ᾿ τ᾿ν κυρα-Μαριγώ τ᾿ν Κουτσουρούδα. Ήταν τρανή αρχόντσα κι τ᾿ν είχιν πρώτ(η) μέσ᾿ τ᾿ν ινουρία τ᾿. Έδουσιν του φανάρ(ι) στουν χαζου-Γιάννου, τουν καντηλανάφτ(η) τ᾿ς Αγιανάργιαρ(οι), κι τράφξιν για του Κουτσουράθκου…
Μπρουστά πάϊνιν η αφιέντ᾿ς, κι απού πίσου έρχουνταν του πιδί μι του μπακράτσ(ι)… Του χιόν(ι) διέ σταματούσιν κι του καημένου τσίρνιαζιν απ᾿ του κρύου. Στου διξί του χιέρι τ᾿ του είχιν βάλ(ει) η μάνα τ᾿ ένα σκφούν(ι) τρανό, για να τσακών(ει) του μπακράτσ(ι) κι να μην κρυών(ει). Του ζιρβί του έβανιν μέσ᾿ στ᾿ αντιρούδι τ᾿ κι μουν έτριβιν τ᾿ ψχή τ᾿ πουτί ήταν ντιπ νησκό…
* * *
Η κυρα-Μαριγώ η Κουτσουρούδα, που τ᾿ν ίλιγαν για τιμή «κυρα-ντούντου» κι οι μαχαλιώτσις «κυρα-θχειάτσα», σκώθκιν χαραή-χαραή, σύνιασιν του σπίτι τ᾿ς, έστλιν τουν κυρ Μιρκούρ(η) τουν άντρα τ᾿ς στ᾿ν ικκλησιά, ένιψιν τα Κουτσουρόπλα, τ᾿ άλλαξιν κι καρτιρούσαν τουν αφιέντ(η) να τ᾿ς φουτίσ(ει)… Πάϊναν-γυρνούσαν στουν τρανό τουν νουντά, στρώνουνταν όλα στα παραθύργια κι βιγκλούσαν απ᾿ τα καφάσια να δουν τουν αφιέντ(η).
Τόσις νύχτις τα καημένα διέν κοιμούνταν. Φουβούνταν τ᾿ς καρκαντζαλέοι… Κι άμα είδαν τουν αφιέντ(η) να έρχιτι απ᾿ του φαρδύ του σουκάκ(ι), χίρσαν ν᾿ αμπδούν κι να φουνάζουν όλα μαζί…
-«Μητιέραααα η αφιέντ᾿ς… μητιέραααα η αφιέεεεντ᾿ς…».
Τακ… τακ… τακ… χτύπσιν μι του χτυπτάρ(ι) η αφιέντ᾿ς κι η κυρά η Μαριγώ τράφξιν του σκνι απού πάν᾿ κι τουν άνξιν… Σιέφκιν μέσα… Τίναξιν στου γκαλντιρίμ(ι) του χιόν(ι) απ᾿ του ράσου κι τα κουντούργια τ᾿… ανιέφκιν τ᾿ μαρμαρένια τ᾿ σκάλα κι χίρσιν:
-«Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου Κύριε…».
Ώσπου ν᾿ ανιβεί κι τ᾿ν άλλ(η) τ᾿ σκάλα, η κυρα-Μαριγώ μι τα πιδγιά τ᾿ς, είχαν αραδγιαστεί στ᾿ ανώϊ κι καρτιρούσαν… Ακόμα κι η δούλα τ᾿ς η Ανάστου, που τ᾿ν είχαν πάρ(ει) μκρή απ᾿ τ᾿ς αρκουδαρέοι, παστρέφκιν κι αυτή κι άλλαξιν για να φλήσ(ει) τουν Σταυρό κι ας ήταν γιούφτσα…
-«Χρόνους πουλλούς κυρα-Μαριγώ κι σ᾿ έτη πουλλά…».
-«Χρόνους πουλλούς αφιέντ(η)…».
-«Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου Κύριεεεε…», χίρσιν να ψάλλ(ει) η αφιέντ᾿ς κι σιέφκιν στου κουνουστάσ(ι). Ήταν ένα νουντόπλου γιουμάτου μι εικόνις κι στ᾿ μέσ(η) κριέμουνταν ένα τρανό καντήλ(ι) που έπιρνιν μνιάν ουκά λάδ(ι). Στουν ένα τουν τοίχου ήταν μνιά τρανή μουσιαμαδένια εικόνα που τ᾿ν ίφιραν οι παραπαππούδις απ᾿ του χατζηλούκ(ι). Έδειχνιν τα πάθη τ᾿ Χριστού. Κι απού τριούρ(ι) στουν τοίχου ήταν σκαλουμέν(οι) όλνοι οι Άγιοι. Τ᾿ς φώτσιν, τ᾿ς ξαναφώτσιν η αφιέντ᾿ς, κι ύστρα σιέφκιν στουν καθιμιρνό τουν νουντά… ύστρα στου τζιαμακιάν(ι)…. απού κει στουν τρανό τουν νουντά…. κι άφκιν τιλιφταίου τ᾿ παππού του νουντόπλου. Η παππούς η καημένους είχιν τσακίσ(ει) του πουδάρι τ᾿ κι διέν μπόρσι να πάν(ει) στ᾿ν ικκλησιά.
-«Χρόνους πουλλούς παππού, κι σ᾿ έτη πουλλά…».
-«Χρόνους πουλλούς αφιέντ(η)», είπιν η παππούς κι φίλτσιν του Σταυρό κι του χιέρ(ι) τ᾿ αφιέντ(η).
Ύστρα μι τ᾿ σειρά, χιρέτσιν η κυρα-Μαριγώ… έδουσιν ένα μιτζίτ(ι) στουν αφιέντ(η) κι έρξιν ένα δίγρουσου στου μπακράτσ(ι). Έβγαλιν μ᾿ ένα πουτήρ(ι) αγιαζμόν κι έρξιν λίγου νιρό μέσα στου μπακράτσ(ι). Ύστρα κέρασιν τουν αφιέντ(η) κι του πιδί πιλτέν κι ώσπου να χιριτίσουν τα πιδγιά τ᾿ς έκουψιν μνιά φιλίτσα ψουμί, έβαλιν απάν᾿ μπόλκ(η) ζάχαρ(ι), τ᾿ν πουρτσιάλτσιν καψίχα μι νιρό κι τ᾿ν έδουσιν του πιδί να τ᾿ φάει…. Τ᾿ν ώρα που έφυβγιν η αφιέντ᾿ς ρώτσιν τ᾿ν κυρα-Μαριγώ.
-«Ιφέτου έφκιασις λουκάνκα;».
-«Έφκιασα αφιέντ(η)… στάσ᾿ να σι δώσου…».
-«Όχ(ι) για τιαυτό κυρα-Μαριγώ… ιά… λιέου να τα… φουτίσου… γιατί τόσις μιέρις δαααα…. τα μαγάρσαν οι καρκαντζαλέοι…».
Άνξιν η κυρα-Μαριγώ του μαγειργειό κι χίρσιν η αφιέντ᾿ς να τα φουτίζ(ει)…
-«Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου Κύριεεεεε…».
Κι του πιδί μι του μπακράτσ(ι), χουρτάτου τώρα, κρατούσιν τουν ίσου: «μμμμμμμμμ»… Τ᾿ν ώρα που έψαλλιν η αφιέντ᾿ς αυτό έβγαζιν τ᾿ γλώσσα τ᾿ κι άγλυφιν τ᾿ ζάχαρ(ι) που είχιν ακουλλήσ(ει) στα χείλια τ᾿. Άμα σταματούσιν η αφιέντ᾿ς, του πιδί κρατούσιν τουν ίσου: «μμμμμμμμ» κι τα ματούδγια τ᾿ καρφώνουνταν μι ληξουράδα στου τζιάκ(ι).
-«Η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις…».
-«μμμμμμμμμ…», ίλιγιν του πιδί δυνατότιρα κι ληξουρέβουνταν τα λουκάνκα…
Στου τζιάκ(ι) ήταν κριμαζμένις τέσσιρις βέργις γιουμάτις λουκάνκα… Άμα τ᾿ς είδιν η αφιέντ᾿ς, έτσ(ι) πως ήταν καψίχα χασμέρ᾿ς κι είχιν του θάρρους στου Κουτσουράθκου, βούτηξιν στου μπακράτσ(ι) τ᾿ν αγιαστούρα τ᾿ κι χίρσιν να φουτίζ(ει) τα λουκάνκα κι να μουρμουρίζ(ει) μέσ᾿ απ᾿ τα δόντια τ᾿ κι απ᾿ τ᾿ μύτη τ᾿:
-«Κι τι πουλλά λουκάνκα κι τι τρανές καμάααριιιιιιις…».
-«μμμμμμμμ…», ίλιγιν του πιδί.
-«Κι τουν παπά καμνιά θλειάααα, κι τ᾿ χρόοοοοον πλιότιρααααα…».
-«μμμμμμμμ…».
-«Μπα αφιέντ(η)… να σι δώσου», είπιν η Κουτσουρούδα κι ξικρέμασιν μι τ᾿ φούρκα τέσσιρις τρανές θλειές, τ᾿ς τύλξιν σι μνιά καμπάθκ(η) ακόλλα κι τ᾿ς έβαλιν σ᾿ ένα καλάθ(ι). Ύστρα ξικρέμασιν ακόμα μνια θλειά για του πιδί…
-«Αϊντι… χρόνους πουλλούς κυρα-Μαριγώ… κι τ᾿ χρόν᾿…».
-«Κι τ᾿ χρόν᾿ αφιέντ(η)…κι τ᾿ χρόν᾿…», είπιν η Κουτσουρούδα κι τουν ξιπρουβόδσιν ως τ᾿ν πόρτα κάτ᾿…
* * *
-«Κι τ᾿ χρόοοοοοον᾿…», φώναξαν τα Κουτσουρόπλα όλου χαρά που έδιουξιν η αφιέντ᾿ς τ᾿ς καρκαντζαλέοι κι τουν πήραν του κατόπ(ι)…
Ανιέφκαν κι αυτά στου Κουτουλάθκου, για να δουν πόσ(οι) παράδις δα έρχνιν η κυρά Κουτούλινα στου μπακράτσ(ι)…
-«Χρόνους πουλλούς κυρά Κουτούλινα κι σ᾿ έτη πουλλά…».
-«Χρόνους πουλλούς αφιέντ(η)…».
-«Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου Κύριεεεεεε…».
-«μμμμμμμμ…».
Τα Κουτσουρόπλα απόρσαν που διέ φώτσιν η αφιέντ᾿ς του μαγειργειό κι τα λουκάνκα κι είπιν του τρανίτιρου.
-«Ημάααας… η αφιέντ᾿ς… μας φώτσιν κι τα λουκάνκαααααα… γιατί τα μαγάρσαν οι καρκαντζαλέοι…».
-«Μπα… μπα…», είπιν η κυρά Κουτούλινα, «αφιέντ(η)… αφιέντ(η)… αφιέντ(η)… α καψίχα κι του μαγειργειό… κι… τα λουκάνκα… κι να μι συμπαθάς…».
Η αφιέντ᾿ς γέλασιν κάτ᾿ απ᾿ τα μουστάκια τ᾿, βούτηξιν τ᾿ν αγιαστούρα τ᾿ στου μπακράτσ(ι) κι χίρσιν…
-«Και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς…».
-«μμμμμμμμ…».
Κι του Κουτσουρόπλου είπιν πάλ(ι):
-«Ημείεις… εδουσάμι τουν αφιέντ(η) κι του πιδί… λουκάαααανκα…».
Ξικρέμασιν η κυρά Κουτούλινα κανα-δγυό θλειές κι τ᾿ς έβαλιν στου καλάθ(ι).
* * *
Ύστρα απού κει η αφιέντ᾿ς πήριν μι τ᾿ σειρά τα καλά τα σπίτχια… Πήγιν στ᾿ς Κόντινις, στ᾿ς Χριστουδούλινις, στ᾿ς Ρηγούδις, στου Σιδέρ(η), στ᾿ Σταμπουλούδα, στ᾿ς Χατζηνικουλάκινις κι γιόμουσιν του καλάθι τ᾿ μι λουκάνκα… Του καημένου του πιδί, είχιν απουστάσ(ει) του χιρούδι τ᾿ κι είχιν ξιπαγιάσ(ει). Η αφιέντ᾿ς του αλυπήθκιν. Συλλουϊούνταν: αυτός αμάν κι αμάν να τα βγάλ(ει) πέρα που ήταν κι… αφιέντ᾿ς. Η δόλια η Τσιότσινα, πώς να πουρέψ(ει) μι τέσσιρα ουρφανά κι του ένα σακάτκου; Κι αυτό του καημένου τσίρνιαζιν μέσ᾿ στου κρύου, για να βγάλ(ει) κανα-δγυό παράδις…
Του καταλυπήθκιν η ψχή τ᾿. Σιέφκιν μέσ᾿ τουν Αγιου-Σουτήρα κι τουν είπιν:
-«Α γιέ μ᾿… άφκι ιδώ του μπακράτσι σ᾿… πάρι του καλάθ(ι)… κι σύρι στου σπίτι σ᾿, να τ᾿ αδγειάεισ᾿ κι πάλι ναρθ᾿ς… αγλήγουρα…».
Σιασίρτσιν του πιδί…
-«Αφιέντ(η) είνι κι τα θκάσ᾿ τα λουκάνκα μέσα», τουν είπιν κι έτριμαν τα τσιαούνια τ᾿ απ᾿ του κρύου…
-«Πλάλα», τουν είπιν η αφιέντ᾿ς… κι τουν πήραν τα δάκρα…, «όλα θκάσ᾿ είνι… πλάλα… κι να γυρίεισ᾿ αγλήγουρα…».
Του πιδί άμα είδιν τουν αφιέντ(η) να σφουγκίζ(ει) τα μάτχια τ᾿, ούδι έτσ(ι) απόμνιν. «Μπάααα», είπιν μι του νου τ᾿, «κλιαίει η αφιέντ᾿ς… πουτί τάχατις;».
Άφκιν καταής του μπακράτσ(ι) κι του καλάθ(ι), πήγιν κουντά στουν αφιέντ(η), τουν φίλτσιν του χιέρ(ι) κι τουν ρώτσιν:
-«Αφιέντ(η)… κλιαίαιαιαις; Πουτίιιιιιι;».
-«Διέν κλιαίου πιδί μ᾿… διέν κλιαίου…», τουν είπιν η αφιέντ᾿ς κι τουν χάϊδιψιν του κιφαλούδι τ᾿, «ιά... ένα μπάμπαλου σιέφκιν στου μάτι μ᾿ κι… για… τιαυτό… Άϊ τώρα… σύρι γιέμ᾿».
Του πιδί άρπαξιν του καλάθ(ι) κι χίρσιν να πλαλάει… Κι του χιόν(ι) έπιφτιν… έπιφτιν…
Η αφιέντ᾿ς γουνάτσιν μπρουστά στ᾿ν Παναγιά κι είπιν:
-«Να μι σχουρέεισ᾿ κυρα-Παναγιά… να μι σχουρέεισ᾿… τα έκουψα απ᾿ τα θκά μ᾿ τα πιδγιά κι τα έδουσα σ᾿ αυτό του ουρφανό… να μι σχουρέεισ᾿…».
Η κυρά η Παναγιά τουν τηρούσιν κι χαμουγιλούσιν… Τουν ήξιριν τουν αφιέντ(η). Ήταν φτουχός κι αυτός. Καλά μα, έφκιανιν πουλλά σιμπάπχια… για τιαυτό κι διέν είχιν χαΐρ(ι)… όπους τουν ίλιγιν η παπαδγιά τ᾿… κι ας έστιλνιν κι αυτή κρυφά απ᾿ τουν αφιέντ(η) λειτουργιές στ᾿ν Τσιότσινα…
* * *
Ώσπου να γυρίσ(ει) του πιδί μι του καλάθ(ι), η αφιέντ᾿ς είχιν πχει τουν γκαϊβέ τ᾿ στ᾿ν Σταμπουλούδα κι αφού ξιαπόστασιν καμπόσου, πήριν τ᾿ν αγιαστούρα τ᾿ κι χίρσιν πάλι…
-«Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου Κύριε…».
Απού σπίτ(ι) σι σπίτ(ι) μαθέφκιν πως η αφιέντ᾿ς η παπα- Γιουργούλτ᾿ς φώτζιν κι τα λουκάνκα, γιατί τα μαγάρσαν ιφέτους οι καρκαντζαλέοι… Κι όλις οι νοικουκοιρές, συνιρίζουνταν η μνιά τ᾿ν άλλ(η) πχοιά κι πχοιά να δώσ(ει) τουν αφιέντ(η) τ᾿ν τρανίτιρ(η) τ᾿ θλειά…
* * *
Τώρα η παπαδγιά ίγλιπιν τα λουκάνκα που κρέμουνταν απ᾿ τ᾿ βέργα στου τζιάκ(ι) κι όλου χαρά ίλιγιν:
-«Δόξα Τουν… διέ μας άφκιν κι φέτους…».
-«Σ᾿ έτη πουλλά παπαδγιά», τ᾿ν είπιν η αφιέντ᾿ς, όταν γύρσιν, κι έτσ(ι) πως ήταν απουσταμένους κι μπαϊλντζμένους, έπισιν στου γιατάκι τ᾿, κι τουν πήριν… Ούτι τ᾿ αντιρί τ᾿ διέν έβγαλιν η δόλιους…
-«Σ᾿ έτη πουλλά», τουν είπιν κι η παπαδγιά κι τουν έβγαλιν τα κουντούργια.
Όσου έπισιν η αφιέντ᾿ς, νειρέφκιν πως φώτζιν στ᾿ν Κουτσουρούδα… κι χίρσιν να μουρμουρίζ(ει) ψαλτά…
-«Κι τι πουλλά λουκάνκα κι τι τρανές καμάααααρις… κι τουν παπά καμνιά θλειά… κι τ᾿ χρόοοοοον᾿ πλιότιραααααααα… μμμμμμμμ…», κρατούσιν κι τουν ίσου…
-«Τ᾿ χρόν᾿ πάλ(ι) αφιέντ(η)…», τουν είπιν η παπαδγιά, «τ᾿ χρόν᾿…», κι τουν έβαλιν ζιστά σκουφούνια…
-«Τ᾿ χρόν᾿…», μουρμούρσιν η αφιέντ᾿ς, «κι τ᾿ χρόν᾿… Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου… Κύριεεεεεεεε…».
-«Τ᾿ χρόν᾿ πάλ(ι) αφιέντ(η)… τ᾿ χρόν᾿…», τουν είπιν η παπαδγιά κι τουν κουκούλουσιν καλά-καλά για να ζισταθεί…
επιμέλεια: Απόστολος Ιωσηφίδης