Ήτανε λίγες μέρες που είχαν περάσει τα Χριστούγεννα και πλησίαζαν τα Φώτα. Το χιόνι και το κρύο είχε πιάσει για τα καλά στην πόλη.
Πίσω από ένα παγκάκι μια μικρή φατσούλα προεξείχε, κοιτώντας τις χοντρές νιφάδες του χιονιού που πέφτανε, τις οποίες και χάζευε.
Ήταν ο Μάκης ο Καλικαντζαράκης! Το είχε σκάσει από τη «προστασία» της μητέρας του, γιατί είχε την περιέργεια να δει μόνος του τι κάνουν οι άνθρωποι πάνω στη γη, αφού εκείνος, όπως είναι γνωστό, μένει κάτω απ την γη και τώρα είναι σε διακοπές!!
«Να γιατί η μαμά μου δεν μ’ αφήνει να βγω μόνος έξω», μονολόγησε, «φοβάται μην χαθώ στο άσπρο χιόνι… μπρρ απαίσιο χρώμα!!»Φυσικά και ήξερε ότι αυτό που έπεφτε λεγόταν χιόνι..τους το έμαθε η δασκάλα φέτος στα νήπια που πήγαινε.
Πρώτη φορά εξάλλου ερχότανε στον πάνω κόσμο των ανθρώπων και σκόπευε επειδή βαρέθηκε τον κόσμο των Καλικαντζάρων να έμενε και μετά των Φώτων… αν μπορούσε βέβαια γιατί…
«Τρρρ!», ξαφνικά, ένας θόρυβος ακούστηκε και ο Μάκης ο Καλικαντζαράκης κόντεψε να φταρνιστεί! Έτσι έκανε όταν τρόμαζε… Ήταν ένα μικρό πουλάκι που πέρασε μπροστά του, που ο Μάκης ο Καλικαντζαράκης το είδε τεράστιο και φοβήθηκε.
Μετά από λίγο…..
«Μπαμ» έσκασε ένα μπαλόνι ….«Μπουμ»… κάτι τεράστια παπούτσια που έπεσαν από ένα μπαλκόνι…
Αλλά εκεί που τρόμαξε περισσότερο ήταν όταν ένας κύριος, πέταξε με πολλά νεύρα ένα τεράστιο κουτί στα σκουπίδια(Βρωμοτηλεόραση την έλεγε), γιατί είχε κωλύσει και μετέδιδε όλο τα ίδια και τα ίδια και την βαρέθηκε, όπως έλεγε!!
Ο Καλικαντζαράκης είχε φταρνιστεί πέντε φορές!! Τι τρομάρα θεέ μου!
Έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Απέναντι ήταν ένα μεγάλο παράθυρο και εκεί μέσα φαινόταν δύο άνθρωποι που κοιτούσαν αμίλητοι ένα <<κουτί>>. Αυτό το κουτί ήταν ίδιο σαν εκείνο ,που εκείνος ο κύριος πέταξε όλο νεύρα στα σκουπίδια και το έλεγε <<Βρωμοτηλεόραση>>!!
Χα!! Πρέπει να΄ναι μαγικό αυτό το κουτί, σκέφτηκε ο Καλικαντζαράκης, γιατί σου παίρνει την μιλιά και μάλλον δεν σ αφήνει να δείς και ποιος κάθετε δίπλα σου…Να τόση ώρα κάθομαι εδώ και αυτοί οι δυο δεν κοιταχτήκαν καθόλου, ούτε μiλησαν!!
Προχώρησε λίγο παρακάτω και κρύφτηκε πίσω από ένα τεράστιο κάδο απορριμμάτων. Τότε διέκρινε απέναντι του και μέσα σ ένα γυάλινο και διαφανές σπίτι, κάτι νέα ανθρωπάκια που ενώ καθόταν στο τραπέζι όλα μαζί, ούτε αυτά μιλούσαν μεταξύ τους, αλλά κρατούσαν στα χέρια τους ένα πράγμα …κάτι σαν μικρό καθρεφτάκι και με τα δάχτυλά τους πατούσαν κουμπάκια… Μάλλον ούτε αυτοί βλέπουν τον διπλανό τους… ίσως να είναι μαγικό κι αυτό το καθρεφτάκι με τα κουμπάκια …σαν το άλλο την βρωμοτηλεόραση, σκέφτηκε.
Μα όλοι κατσουφιασμένοι είναι σ ’αυτή την πόλη, κανείς δεν μιλάει.. είπε δυνατά ο Καλικαντζαράκης..και ξαναφταρνίστηκε αφού τρόμαξε απ την φωνή του..που ακούστηκε δυνατά μέσα στην παράξενη αυτή νύχτα της σιωπής!!
Τώρα κατάλαβε γιατί η μαμά του δεν τον άφηνε να πάει μόνος του στον πάνω κόσμο… και τον έκρυβε…Kάποιοικλέψαν την μιλιά από τους ανθρώπους. Ίσως αυτό το μαγικό κουτί ,σκέφτηκε ο Καλικαντζαράκης… πάντως αυτό δεν το κάναν οι καλικάντζαροι, γιατί αυτοί μόνο φάρσες σκαρώνουν στους ανθρώπους για να τους κάνουν να γελάνε.
Τώρα άλλαξε γνώμη. Θέλει να πάει εκεί κάτω στα σκοτεινά, στο δικό του κόσμο που είναι όλα μαύρα και όμορφα, όχι λευκά, άσχημα, αμίλητα, αγέλαστα και απρόβλεπτα. Εκεί εξάλλου δεν έχουν μαγικά κουτιά που παίρνουν την μιλιά.
Θέλει να ξαναδεί τα μαύρα αδελφάκια του με τις τρίχες στη μύτη και τα γαμψά τους νύχια…. Θέλει να ξαναδεί την μανούλα του με τα κόκκινα μάτια, τρυφερά να τον κοιτάζει και να τον μαλώνει με αγάπη για τις σκανδαλιές του.
Κι εκεί που τα σκεπτόταν όλα αυτά ξάφνου, μπροστά του, να ένα μικρό κοριτσάκι, η Αννίτα.
Βγήκε έξω από το σπίτι της μ’ ένα γλυκό χαμόγελο κοιτώντας, ενθουσιασμένη, με τ’ αθώα μάτια της, το χιόνι. Και το κυριότερο, …τραγουδούσε. Το είχε σκάσει κι αυτή απ’ το σπίτι της. Τότε ο Καλικαντζαράκης φώναξε γεμάτος ενθουσιασμό: «Να, ένα όμορφο ανθρωπάκι, Θεέ μου… όχι μόνο μιλάει αλλά και τραγουδάει τόσο ωραία» και έτρεξε κατά πάνω της.
Η Αννίτα δεν φοβήθηκε απ’ τον τριχωτό, μαυριδερό Καλικαντζαράκι. Ήταν κι αυτός ένα μικρό χαρούμενο ανθρωπάκι σαν κι αυτήν… Εξάλλου όλα τα μικρά παιδάκια είναι όμορφα και ο Μάκης…. ένας κούκλος!Έναςκουκλοκαλικάντζαρος!
Τώρα τα δύο παιδιά ενθουσιασμένα παίζουν ανέμελα χιονοπόλεμο… και οι γονείς τους? Ίσως κάποτε τα ψάξουν!!
Υ.Γ Θέλω ν αφιερώσω αυτό το παραμύθι..που ναι τόσο αληθινό, σ’ όλους τους <<αθώους>> συνανθρώπους μας, που μέσα σε μια ατμόσφαιρα νοσηρής ανυπαρξίας, <<κουβαλάνε>> πεισματικά, προκειμένου να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη ισορροπία στο δικό τους οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περίγυρο, το δικό τους χαμογελαστό παραμύθι.