Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Τον Αύγουστο του 2018 ολοκληρώνεται τυπικά ο τριετής κύκλος του 3ου κατά σειρά μνημονίου, που επιβλήθηκε από την τρόικα των δανειστών μας και υπερψηφίστηκε με ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία από την Ελληνική Βουλή τον Αύγουστο του 2015.
Το τρίτο μνημόνιο ήρθε ως αναπόφευκτη συνέπεια της προφανούς αδυναμίας των έτερων δύο που προηγήθηκαν να θέσουν την ελληνική οικονομία στις ράγες της ανάπτυξης και της δημοσιονομικής εξυγίανσης, έτσι ώστε αυτή να καταφέρει να καταστεί αυτάρκης και αυτόφωτη. Το γιατί δεν επιτεύχθηκε αυτό και σε ποιους πρέπει να αποδοθούν οι ευθύνες της αποτυχίας είναι κάτι που θα κρίνει ψύχραιμα και έχοντας μία χρονική απόσταση από τα γεγονότα ο ιστορικός του μέλλοντος. Άλλωστε, μεσούντος του πολέμου (ως γνωστόν ο πόλεμος δεν διεξάγεται πάντοτε με συμβατικά όπλα) και διαρκούσης της κρίσης το καίριο ζήτημα που χρήζει άμεσης απάντησης δεν είναι το γιατί φτάσαμε ως εδώ αλλά το πώς θα δραπετεύσουμε από την κινούμενη άμμο του αδιεξόδου που κατατρώει αργά αλλά σταθερά τις σάρκες της ελληνικής κοινωνίας και τείνει να διαλύσει κάθε συνεκτικό ιστό αυτής.
Θα είναι πράγματι ευχής έργον το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» στις αγορές να έχει αίσιο τέλος και να λάβει χώρα με ιδιαίτερη προσοχή και κάτω από τέτοιες συνθήκες και προϋποθέσεις που θα το καταστούν βιώσιμο και όχι μια βιαστική επικοινωνιακή φούσκα ταγμένη να εξυπηρετήσει βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες. Γι’ αυτό είναι καίριο και σημαντικό να υπάρξει έγκαιρη προετοιμασία για την επόμενη μέρα και να αναλυθούν όλες εκείνες οι ειδικότερες παράμετροι που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να αναζητήσει με ασφάλεια από τις παγκόσμιες αγορές τα απαιτούμενα δάνεια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Το μείζον αυτό θέμα όμως απαιτεί εθνική συνεννόηση και χρήζει ομόθυμης υποστήριξης και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί πεδίο μικροκομματικών αντιπαραθέσεων.
Δεν είναι καθόλου απλό πράγμα η αυτόνομη διαχείριση της επόμενης ημέρας, όταν τα τελευταία οκτώ χρόνια έχουμε πρακτικά εθιστεί στον ετεροκαθορισμό. Για να γίνει αυτό αντιληπτό ας δώσουμε ένα παράδειγμα : Στα εργασιακά η λήξη του μνημονίου (Αύγουστος) συνεπάγεται τυπικά αυτομάτως την επαναφορά στο πρότερο καθεστώς πλην των αποζημιώσεων. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να πάει στα 751 Ευρώ, οι μισθοί του Δημοσίου πίσω στα προ του 2010 επίπεδα, να δίνεται ο 13ος και 14ος μισθός κ.π.λ. Υπάρχει κανείς που να μπορεί να υποστηρίξει με ασφάλεια και να μην χαρακτηριστεί ως αιθεροβάμων ότι τα παραπάνω μπορούν να υλοποιηθούν ; Ασφαλώς όχι.
Συνακόλουθα δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η όποια προληπτική γραμμή υποστήριξης απαιτεί συνεχή εποπτεία και αξιολόγηση από τους δανειστές για να εγγυώνται φτηνό χρήμα. Όμως όλα αυτά απαιτούν μία νέα συμφωνία που μπορεί να μην είναι σαν το σημερινό μνημόνιο, αλλά σίγουρα δεν συνιστούν απελευθέρωση από τα δεσμά των δανειστών.
Φαίνεται λοιπόν πως δεν είναι τόσο απλό να ξεμπερδέψουμε με τους «βαρβάρους». Οι άνθρωποι αυτοί, όσο και αν μας πονάει και μας λυπεί, ήταν και είναι «μια κάποια λύση». Μια λύση που μας επέτρεψε να παραμένουμε μέχρι σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης και να θεωρούνται τα πολυδαίδαλα χερσαία και θαλάσσια σύνορά μας ως σύνορα της Ευρώπης.
Η αλήθεια είναι πως το Ελληνικό Έθνος διαχρονικά καθόριζε την τύχη του και αποτίνασε κάθε ζυγό που επιχειρούσε να το υποδουλώσει. Αυτή πάντοτε ήταν η μοίρα του στην Ιστορία. Αυτό όμως προϋποθέτει εθνική συνεννόηση, ανυστερόβουλη ομοψυχία, μεθοδική προετοιμασία και αδιάκοπη εργατικότητα. Αυτά δηλαδή που αγνοεί ο σημερινός τηλεορασόπληκτος Έλληνας του καναπέ και δεν έχει το παραμικρό κίνητρο να τα κατακτήσει. Οπότε αναπόφευκτα πέφτουμε πάλι στην ανάγκη «των βαρβάρων».
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ