Της Χρύσας Μπέκα, Ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας
«Ο Φρέντι περνούσε την ώρα γκρινιάζοντας στο φίλο του το Λιούκ.
Ο Λιούκ ήθελε να γίνει καλικάντζαρος – γιατρός και σκέφτηκε πως, ακούγοντας υπομονετικά το Φρέντι να κλαψουρίζει για το παραμικρό χτυπηματάκι, μπορούσε να εξασκηθεί γιατρεύοντάς τον. Έτσι θα μάθαινε το επάγγελμά του.
Μια μέρα, ο Φρέντι ήρθε να τον βρει κλαψουρίζοντας, όμως χωρίς κανένα φανερό τραύμα, ούτε καν κακή όψη. Αντίθετα, ο Λιούκ τον είδε πολύ καλά, χαρούμενο, παρά την γκρίνια του, που, τώρα, έμοιαζε ψεύτικη.
- «Πώς είσαι;» ρώτησε ο Λιούκ. «Έχεις υπέροχη όψη σήμερα.»
- «Βρίσκεις;…» είπε ο Φρέντι. «Ωστόσο, δε νιώθω πολύ καλά.»
- «Πονάει η κοιλιά σου;» ρώτησε ο Λιούκ.
- «Όχι και τόσο», είπε ο Φρέντι.
- «Ναι ή όχι, πονάει η κοιλιά σου;» είπε κοφτά ο Λιούκ.
- «Όχι! Δε νομίζω.»
- «Λοιπόν! Τι τρέχει»; ρώτησε ενοχλημένος ο Λιούκ.
- «Δεν ξέρω», είπε ο Φρέντι. «Δεν είμαι καλά.»
Ο Λιούκ δεν ήξερε τι να πει. Κοίταξε το φίλο του, που χαμήλωσε το βλέμμα και δεν είπε τίποτα.
- «Νομίζω πως ασχολιόμαστε υπερβολικά μαζί σου, φιλαράκο μου», είπε ο Λιούκ. «Άλλωστε κι εσύ ασχολείσαι πολύ με τον εαυτό σου. Προσπάθησε να σκεφτείς λίγο και τους άλλους και θα νιώσεις καλύτερα, σε διαβεβαιώνω.»
- «Μα κανείς δε με χρειάζεται», είπε ο Φρέντι.
Ο Φρέντι είχε δίκιο. Επειδή βογκούσε όλη μέρα και παραπονιόταν συνεχώς, όλοι τον απέφευγαν και κανείς δε θα σκεφτόταν ποτέ να του ζητήσει κάποια εξυπηρέτηση. Τον ρωτούσαν απλώς αν ήταν καλά και ο Φρέντι δε απαντούσε ποτέ ναι.
- «Δεν υπάρχει λύση για σένα, Φρέντι», είπε ο Λιούκ κάπως σκληρά. «Είσαι χαμένη περίπτωση. Θα είσαι όλη σου τη ζωή ένας γκρινιάρης καλικάντζαρος. Στα καλικαντζαροχωριά, πάντα υπάρχουν ένας δυο τέτοιοι. Ε λοιπόν, εδώ, αυτός θα είσαι εσύ. Δεν πειράζει, έτσι είναι;»
- «Νομίζεις;» ρώτησε ο Φρέντι αναστατωμένος.
Και γύρισε στο σπίτι του, ευχαριστημένος που ήταν επιτέλους κι αυτός ξεχωριστός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ο γκρινιάρης του χωριού.»
Gregoire Solotareff
«Χειμωνιάτικες Ιστορίες»
Ο «γκρινιάρης καλικάτζαρος» δείχνει να υποφέρει και γύρω από αυτό περιστρέφεται όλη η ύπαρξή του. Πείθει τον εαυτό του ότι, πράγματι, δεν είναι υγιής και βρίσκει συνεχώς μια αφορμή για να γίνει το επίκεντρο. Απολαμβάνει ιδιαίτερα την προσοχή που παίρνει από το φίλο του, ο οποίος με τη στάση του ενισχύει την τάση του να παραπονιέται διαρκώς. Η βασική του ανάγκη είναι να κερδίσει αγάπη και φροντίδα που δε θεωρεί πως αξίζει για αυτό που είναι και, επομένως, επιδιώκει να «κλέψει» την αποδοχή που χρειάζεται τονίζοντας το πόσο υποφέρει. Πολλές φορές εκφράζει τη δυστυχία του με υπερβολικά δραματικό και θεατρικό τρόπο, που αποκαλύπτεται εύκολα, καθώς τα παράπονά του δεν συνάδουν με το μήνυμα που μεταδίδει εξωλεκτικά. Με άλλα λόγια, ενώ παραπονιέται, οι εκφράσεις του προσώπου και του σώματος αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα.
Φαίνεται πως όλη η ταυτότητά του βασίζεται πάνω στον πόνο και τη δυστυχία. Συχνά υπερβάλλει για την κατάστασή του ή αντιδρά υπερβολικά έντονα σε δυσάρεστες καταστάσεις, λόγω της τάσης του να μεγαλοποιεί όλα όσα του συμβαίνουν για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Η δυσμενής του θέση δικαιολογεί απόλυτα την αυστηρή προσήλωση στον εαυτό του και τις ανάγκες του, και πολλές φορές, παρασύρει και τους άλλους στο να εμπλακούν για να απαλύνουν την δυστυχία του. Ο πόνος μετατρέπεται σε εργαλείο χειρισμού και συναισθηματικής εκμετάλλευσης των άλλων, οι οποίοι, αρχικά συμπάσχουν παίρνοντας το ρόλο του «σωτήρα» απέναντι σε αυτόν που αναπαράγει διαρκώς το σενάριο του να βρίσκεται μόνιμα στο ρόλο του «θύματος».
Η οδύνη του συνδέεται, ασυνείδητα, με την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση ότι είναι σε χειρότερη θέση από τους άλλους. Έχει στο ενεργητικό του ένα επαναλαμβανόμενο ιστορικό με βάσανα, αποτυχίες και αναποδιές που προβάλλονται με τρόπο ιδιαίτερα επιδεικτικό. Ο πόνος του είναι ένας ναρκισσιστικός πόνος μεγαλομανίας «κανείς δεν έχει υποφέρει όσο εγώ», που τρέφει την μεγαλειώδη αίσθηση της σπουδαιότητας του εαυτού του. Η δραματική έκφραση της δυστυχίας του σταματά μόνο όταν ανακηρύσσεται ο πιο γκρινιάρης καλικάτζαρος του χωρίου, όταν δηλ. αποκτά την δυνατότητα να ξεχωρίζει, έστω και αρνητικά.
Η φιγούρα του γκρινιάρη καλικάτζαρου είναι σε πολλούς ιδιαίτερα οικεία. Σε πολλά πλαίσια και σε πολλές περιστάσεις υπάρχουν άτομα που μπαίνουν στο ρόλο του «καλικάτζαρου» χρησιμοποιώντας την «ατυχία» τους με σκοπό να εκβιάσουν συναισθηματικά τους άλλους, να χειραγωγήσουν, να εκμεταλλευτούν καταστάσεις ή να αποφύγουν την ανάληψη ευθυνών. Μπορεί, λοιπόν, να σε κάνουν να αισθανθείς ένοχος που βρίσκεσαι σε καλύτερη θέση και που απολαμβάνεις εκείνα που με κόπο απέκτησες, να σε κατηγορήσουν ότι δεν τους βοήθησες αρκετά, ότι δεν ενδιαφέρεσαι ή ότι είσαι σκληρός και άκαρδος, αν επιλέξεις να μην εμπλακείς στο παιχνίδι της αυτολύπησής τους. Ωστόσο, θα είχε νόημα να γνωρίζουμε ότι πίσω από τη μάσκα του «καλικάτζαρου», συχνά κρύβεται ένας «Νάρκισσος» που επιδιώκει την αμέριστη προσοχή των άλλων και απολαμβάνει να χειραγωγεί και να ελέγχει, επικυρώνοντας τη σπουδαιότητά του.