Το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων και η εύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης επ’ αυτού που θα ισχύει έναντι πάντων (erga omnes) επανήλθε ξαφνικά στην επικαιρότητα. Εκείνο που προξενεί κατάπληξη και συνάμα δημιουργεί έντονες προϋποθέσεις προβληματισμού και δεύτερων σκέψεων είναι ο τρόπος που ουσιαστικά προαναγγέλλεται η τελική διευθέτηση της πολυετούς εκκρεμότητας εντός των επομένων μηνών και πάντως, σε κάθε περίπτωση, πριν τη σύνοδο των χωρών του ΝΑΤΟ που έχει προγραμματιστεί για την 11η Ιουλίου 2018.
Δεν μπορώ να αντιληφθώ από που αντλείται η εκφραζόμενη αισιοδοξία όταν επί 25 και πλέον χρόνια τα Σκόπια, ανεξαρτήτως κυβερνήσεως ή πολιτικών εκπροσώπων, επιδίδονται συστηματικά σε έναν κουτοπόνηρο κλεφτοπόλεμο, τον οποίο έχουν αναγάγει σε διπλωματική τακτική. Οι ατέρμονες και αδιάκοπες συνομιλίες προσέκρουαν πάντοτε στην αδιαλλαξία της σκοπιανής πλευράς, η οποία κάθε φορά έθετε και νέα ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη λογική το μη χείρον βέλτιστον. Ακόμη και οι πρόσφατες χρονικά επιδείξεις ευελιξίας με την αφαίρεση κάποιων αγαλμάτων από τις πλατείες και τους δημόσιους χώρους και η λεκτική διατύπωση της πρόθεσης για μετονομασία του αεροδρομίου τους, μόνο ως ανέξοδες κινήσεις δήθεν διαλλακτικότητας μπορούν να εκληφθούν. Και όλα αυτά υπό την ενθάρρυνση ή ανοχή του μόνιμου διαμεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς, ο οποίος και παραμένει στη θέση του παρά το γεγονός ότι οι μέχρι σήμερα και επί δύο και πλέον δεκαετίες προσπάθειές του έχουν στεφθεί με απόλυτη αποτυχία. Αν πράγματι η Διεθνής Κοινότητα επιζητούσε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, στοιχειώδης λογική θα επέτασσε την αντικατάσταση του (συνταξιούχου) επικεφαλής των συνομιλιών με άλλον έμπειρο διπλωμάτη, η παρουσία του οποίου θα εξασφάλιζε τουλάχιστον τα απαιτούμενα εχέγγυα αμεροληψίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πιθανότητες ενός αξιοπρεπούς συμβιβασμού καθίστανται εκ των πραγμάτων καταφανώς μικρότερες από τις αντίστοιχες ενός διπλωματικού ναυαγίου με την Πατρίδα μας εμφανώς ζημιωμένη και διεθνώς τραυματισμένη. Χωρίς να θέλω να γίνω μάντης κακών, φοβάμαι ότι η προοπτική ενός γρήγορου χρονικά τελικού συμβιβασμού που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να μείνει ικανοποιημένη και τις βασικές θέσεις της αποδεκτές συνιστά μια εξέλιξη εξαιρετικά καλή για να είναι αληθινή.
Δεν είναι πολιτικά ορθό ούτε θεμιτό στα μέτωπα που συνδέονται με τα εθνικά θέματα, πόσω μάλλον για περιπτώσεις που ταλανίζουν επί μακρόν και έχουν αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου και συνάμα αγγίζουν ευαίσθητες χορδές σημαντικής μερίδας του πληθυσμού να επικρατεί η βιασύνη της επίλυσης ακόμη και αν κάτι τέτοιο σημαίνει υποχωρήσεις και κατακρήμνιση των διαχρονικά τιθέμενων κόκκινων γραμμών. Μπορεί οι ΗΠΑ να επιθυμούν διακαώς και για τους δικούς τους λόγους την όποια συμφωνία (αρκεί να υπάρχει υπογραφή της Ελλάδος) χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνεπακόλουθες συνέπειες και την πιθανή εμφάνιση αλυτρωτικών εκδηλώσεων και επιπλέον απαιτήσεων από την άλλη πλευρά, οφείλουμε όμως να καταστήσουμε σε όλους σαφές ότι πάνω από όλα προέχει το εθνικό συμφέρον και τα αδιαπραγμάτευτα δίκαια της Πατρίδας μας, την ιστορία της οποίας κανείς δεν έχει δικαίωμα να παραχαράσσει και να εμπαίζει.
Και τελικά ας μην υποτιμούμε το γεγονός ότι η οικονομία των Σκοπίων σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται και εξαρτάται από τις ελληνικές επενδύσεις. Έχουμε κάθε διάθεση στήριξης στη λογική της αποκόμισης αμοιβαίων ωφελειών, όμως καλό είναι οι γείτονες να έχουν κατά νου ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και πολύ εύκολα η οικονομική πραγματικότητα, όπως την γνωρίζουν, μπορεί να ανατραπεί, με ό,τι δυσάρεστες συνέπειες μπορεί αυτό να επιφέρει στο αδύναμο μέρος.
Καλό λοιπόν θα είναι οι αμετανόητοι Σκοπιανοί να αντιληφθούν με κάθε νόμιμο και διπλωματικά εφικτό και δόκιμο τρόπο ότι το όποιο μέλλον του κράτους τους μέσα από την ένταξή του στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ περνά από την έγκριση της Ελλάδος, την καλή γειτονία μαζί της και το σεβασμό των εθνικών κόκκινων γραμμών αναφορικά με την ονομασία και την χρήση της λέξης «Μακεδονία» ή παράγωγου αυτής.
Υπό τον όρο φυσικά ότι οι διαχρονικά τιθέμενες κόκκινες γραμμές εξακολουθούν να παραμένουν σταθερές και δεν έχουν αλλάξει. Ή μήπως όχι ;
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω