Το αδίκημα της «διατάραξης θρησκευτικής συνάθροισης» προβλέπεται από το άρθρο 200 του Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με το οποίο : «1. Όποιος κακόβουλα προσπαθεί να εμποδίσει ή με πρόθεση διαταράσσει μιαν ανεκτή κατά το πολίτευμα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος μέσα σε εκκλησία ή σε τόπο ορισμένο για θρησκευτική συνάθροιση ανεκτή κατά το πολίτευμα, ενεργεί υβριστικά ανάρμοστες πράξεις».
Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού προκύπτει ότι το έγκλημα της διατάραξης θρησκευτικών συναθροίσεων συντελείται τόσο όταν η κακόβουλη προσπάθεια για παρεμπόδιση της θρησκευτικής συνάθροισης γίνεται κατά τη διάρκεια αυτής με σκοπό να επέλθει διακοπή ή παρακώλυση της εξέλιξης της θρησκευτικής συνάθροισης όσο και όταν λαμβάνει χώρα πριν αρχίσει η συνάθροιση, ακόμη και με πράξεις που γίνονται εκτός της εκκλησίας ή του τόπου της θρησκευτικής συνάθροισης με ανάρμοστες συμπεριφορές, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι η επενέργεια των πράξεων αυτών εκτείνεται και ενεργεί μέχρι τους ως άνω τόπους. Έτσι γίνεται δεκτό ότι η διατάραξη της θρησκευτικής συνάθροισης μπορεί να τελεστεί και κατά την περιφορά του επιταφίου.
Βασική παράμετρος της συντέλεσης του εγκλήματος είναι ότι οι πράξεις διατάραξης θα πρέπει να αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της θρησκευτικής συνάθροισης στο συγκεκριμένο τόπο όπου λαμβάνει χώρα ανεκτή κατά το πολίτευμα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή. Να σημειωθεί ότι η άσκηση της ποινικής δίωξης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα παραγγέλλεται αυτεπάγγελτα, χωρίς να απαιτείται δηλαδή η υποβολή σχετικής έγκλησης.
Το έγκλημα της διαταράξεως της θρησκευτικής συνάθροισης θεωρείται συντελεσμένο, αδιάφορα αν κατά το χρόνο της τελέσεως της πράξεως μέσα στην εκκλησία ή τον ευκτήριο οίκο τελείται ή όχι θρησκευτική συνάθροιση, διότι με την εν λόγω διάταξη προστατεύεται όχι η συνάθροιση αλλά η ιερότητα του τόπου. Απαραίτητο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του ε¬γκλήματος είναι ο δόλος, ο οποίος εν προκειμένω περιλαμβάνει αφενός μεν συνείδηση της ιερότητας του χώρου, αφετέρου δε της υβριστικής σημασίας της συμπεριφοράς, χωρίς ν’ απαιτείται πρόθεση εξυβρίσεως του ιερού χώρου, διότι αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος.
Υβριστικώς ανάρμοστη πράξη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 200 § 2 Ποινικού Κώδικα συνιστά οποιαδήποτε ενέργεια κωλύει την ομαλή διεξαγωγή της σε θρησκευτική συνάθροιση ιεροτελεστίας. Η ανωτέρω πράξη δεν παύει να είναι αξιόποινη και όταν τελείται έξω από την εκκλησία, εφόσον είναι βέβαιο ότι η επενέργεια αυτών εκτείνεται μέχρι αυτήν, ενώ είναι αδιάφορο αν την ίδια ώρα τελείται ή όχι μέσα στο ναό ή τον ευκτήριο οίκο ιεροτελεστία, αρκεί να είναι ήδη συγκροτημένη η θρησκευτική συνάθροιση. Ομοίως, όπως και στην παράγραφο 1 για την τέλεση της πράξης αυτής αρκεί και ενδεχόμενος δόλος.
Επιπρόσθετα με την § 2 του άρθρ. 200 ΠΚ προστατεύεται ειδικά η εκκλησία ή άλλος τόπος προορισμένος για θρησκευτική συνάθροιση ανεκτή κατά το πολίτευμα, είναι δε αδιάφορο αν κατά το χρόνο της πράξεως τελείται ή μη θρησκευτική συνάθροιση, εφόσον η προκείμενη προστασία δεν αφορά τη συνάθροιση, αλλά το συνήθη τόπο αυτής. Η υβριστικώς ανάρμοστη συμπεριφορά δεν αφορά μόνον τα αντικείμενα της λατρείας, αλλά είναι δυνατό να εκδηλώνεται στα διάφορα αντικείμενα του προστατευμένου τόπου. Η διαγωγή αυτή μπορεί να συνίσταται είτε σε ενέργεια (θόρυβος, κραυγές, ρύπανση, κάπνισμα), είτε σε παράλειψη (επιδεικτική μη αφαίρεση του καπέλου). Η απλή όμως μη συμμετοχή σε μία ενέργεια, όπως η μη τέλεση του σημείου του σταυρού, ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη υβριστικά ανάρμοστη.
Συνιστά όμως υβριστικώς ανάρμοστη πράξη οποιαδήποτε ανθρώπινη απρεπής και βάναυση συμπεριφορά, αντίθετη προς τον προορισμό και την ιερότητα του προορισμένου για θρησκευτική συνάθροιση τόπου, που συνίσταται σε περιφρονητική ενέργεια ή παράλειψη, ικανή να προσβάλει το θρησκευτικό συναίσθημα των άλλων. Ως τόπος θρησκευτικής συναθροίσεως είναι εκείνος όπου, αν όχι αποκλειστικά, τουλάχιστον κατά κύριο λόγο συγκεντρώνονται οπαδοί μιας γνωστής θρησκείας προς επιτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Σε τέτοιο τόπο μεταβάλλεται και χώρος του στρατοπέδου, όπου συνήθως τελείται προσευχή των στρατιωτικών.
Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ