Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίζας
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
Το τρένο έκοψε ταχύτητα. Είχαν απομείνει πλέον λιγοστοί επιβάτες στα βαγόνια. Από το παράθυρο του διαδρόμου φάνηκαν οι χιονισμένες κορφές του βουνού. Σε λίγο θα έφτανε στον προορισμό της.
Ξεκλείδωσε. Το σπίτι είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο μετά την πρόσφατη απώλεια των γονιών. Σου έδινε την εντύπωση ότι είχαν πεταχτεί κάπου κοντά,και θα επέστρεφαν από στιγμή σε στιγμή. Περπάτησε χωρίς εμφανή λόγο στα δωμάτια. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι ευχάριστο. Δεν τα κατάφερε. Κοίταξε τις φωτογραφίες στους τοίχους.
Ανοιξε τα συρτάρια στο έπιπλο του χωλ. Παληοί λογαριασμοί,η ατζέντα με τα τηλέφωνα,μία φωτογραφία από κάποια εκδρομή. Στην άκρη, μέσα σε ένα πλαστικό διάφανο κουτάκι, είχε κάτι κέρματα. Θυμήθηκε. Τα κέρματα που μάζευε η μητέρα της για τα κάλαντα.
Πείνασε. Παρήγγειλε κάτι έτοιμο απ έξω. Ξεφύλλισε μηχανικά την εφημερίδα που αγόρασε το πρωί από τον σταθμό. Κοίταξε το ρολόι της. Τρείς. Μία ξαφνική παρόρμηση την έκανε να ανοίξει το παληό ραδιόφωνο του πατέρα. Κάθε Κυριακή την ώρα αυτή συνήθιζε να ακούει τις ποδοσφαιρικές μεταδόσεις.
Μαζί με την φωνή του εκφωνητή (από ποιά ρωγμή του χρόνου άραγε?),το δωμάτιο γέμισε με την μυρωδιά κοκκινιστού με ρύζι. Της φάνηκε ότι άκουσε τον ήχο από ποτήρια που τσουγκρίζουν.
Αυτή η εικόνα σαν απαλό σύννεφο την τύλιξε, και βυθίστηκε σε έναν γλυκό ύπνο.