Συνέντευξη: Σοφία Γκαγκούση
Δύο παραστάσεις με τις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, σε σκηνοθεσία του Κώστα Αποστολίδη, δίνει η Θεατρική Σκηνή Ενηλίκων «Πειραματική Σκηνή» του Τμήματος Θεατρικής Υποδομής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας το Σάββατο 2 και την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, στις 8.30μ.μ. στην Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, με τις Όλγα Παπαδοπούλου, Εύη Μαρκοπούλου και Μαίρη Μεγγιάνη, στους τρείς ρόλους.
Με αφορμή την παράσταση μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη, τον οποίο συστήνουμε στο κοινό και με την ιδιότητα του δασκάλου του Τμήματος ενηλίκων, ενώ ο Κώστας Αποστολίδης με τη σειρά του, μας συστήνει τις «δούλες»
Ποιες είναι;
Πρόκειται για ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα στην Γαλλία στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου δύο υπηρέτριες κατακρεούργησαν την κυρία τους. Ο Ζαν ζενε ορμώμενος από το γεγονός, γράφει τις δούλες. Οι δύο δούλες κρύβουν ένα βαθύ μίσος για την κυρία τους και κάθε φορά που αυτή απουσιάζει την υποδύονται εναλλάξ. Φοράνε τα ρούχα της, μακιγιάρονται όπως εκείνη...Το μίσος που τρέφουν για την κυρία τους, τις πνίγει μέσα στο μέλι…Αυτή, είναι μια ευγενική κυρία, ωστόσο τις έχει περιορισμένες, σχεδόν φυλακισμένες ή εγκλωβισμένες, μέσα στο βασίλειο τους, την κουζίνα όπως λέει.
Οι δούλες αντιδρούν σε ένα είδος εξουσίας, κατά κάποιον τρόπο;
Ακριβώς! Αυτή είναι και η σκηνοθετική ματιά. Οταν το άτομο εναντιώνεται σε κάθε μορφή εξουσίας, τις περισσότερες φορές ηττάται και καταφεύγει στην τρέλα ή στην αυτοχειρία.
Πως ανταποκρίθηκαν οι μαθήτριες του τμήματος, στην πρώτη τους επαφή με το σανίδι;
Με έχουν εντυπωσιάσει με την υπευθυνότητα τους. Είναι πράγματι η πρώτη φορά που θα ανέβουν στην σκηνή. Ευτύχισα να έχω δύο κορίτσια ταλαντούχα που πιστεύω ότι τελικά θα πείσουν το κοινό για την ερμηνευτική αλήθεια που μεταφέρουν. Εάν τα άτομα με τα οποία καλείσαι να δουλέψεις, έχουν αυτό που λέμε ταλέντο, το επόμενο στάδιο είναι να σκάψεις βαθιά μέσα τους για να βρεις αντίστοιχες αλήθειες, οι οποίες θα κουμπώσουν με τους ρόλους.
Είναι “βαρύ έργο” για τους ηθοποιούς ή το κοινό;
Για μένα δεν υπάρχει βαρύ και ελαφρύ έργο. Υπάρχει η καθαρή και έντιμη πρόταση που απευθύνει η παράσταση στον θεατή. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον θεατή. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι ο δεύτερος πυλώνας μετά τον ηθοποιό για να υπάρξει θεατρική πράξη.
Πώς επιλέγεις τους μαθητές, για να τους δώσεις να ενσαρκώσουν ένα ρόλο;
Στην αρχή είναι σαν ερέθισμα, μια χημεία, κάτι... Χωρίς να είμαι σίγουρος ότι μπορούν να ανταποκριθούν … Όμως, πολύ σπάνια πέφτω τελικά έξω για τα άτομα που επιλέγω ότι θα ερμηνεύσουν δύσκολους ρόλους. Από εκεί και μετά, μπαίνει το στοιχείο της δουλειάς. Το πόσο ανοιχτός είναι τελικά ο άλλος, για να μου επιτρέψει να σκάψω μέσα του και να του αποδείξω τελικά ότι δεν διαφέρει ή ότι δεν είναι τόσο μακριά από τον ρόλο που υποδύεται. Είτε πρόκειται για έναν δολοφόνο, είτε πρόκειται για έναν Άγιο, δανειζόμενος την ορολογία του Ζαν Ζενέ. Βασικά, πάνε μαζί ταλέντο και δουλειά. Πολύ δουλειά.
Για ποιο λόγο έρχονται οι ενήλικοι στα Τμήματα Θεάτρου;
Τους δίνεται η ευκαιρία της αυτό-έκφρασης, χωρίς να τους κρίνει κάποιος άσχημα ή καλά. Οι περισσότερες αναφορές μου, ακόμη και στις ερωτήσεις που θέτω στα παιδιά είναι ακριβώς αυτό: « Γιατί ήρθατε εδώ;» Και το πρώτο πράγμα που μου λένε είναι «για να λυθούμε».
Και όντως, αυτό συμβαίνει από τον πρώτο κιόλας καιρό, όχι στο τέλος της χρονιάς.
Χρειάζεται πειθαρχία το θέατρο;
Ναι. Πριν ασχοληθώ με το θέατρο, ήμουν απείθαρχος. Δεν τα πήγαινα καλά με την ώρα. Το θέατρο με έμαθε τελικά να είμαι πειθαρχημένος. Και πέρα από αυτό, το θέατρο κατάφερε να μου αποβάλει πολλά άχρηστα πράγματα που κουβαλούσα. Νοιώθω ευλογημένος που κάνω αυτό που αγαπάω. Το ότι μεταπλάθω τη δύσκολη πραγματικότητα που βιώνω και πολλές φορές φοβίζει, σε ένα κόσμο τόσο ψεύτικο και εφήμερο. Αλλά μήπως και η ζωή δεν είναι εφήμερη;
Κάτι σαν ψυχοθεραπεία;
Γενικά η τέχνη είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας, το θέατρο κατεξοχήν. Είναι λυτρωτικό το ότι η εναλλαγή των προσώπων που παίζεις ανταποκρίνεται σε κάποιο κομμάτι του εαυτού σου, το οποίο είναι αδιερεύνητο. Και αυτό, πραγματικά, όταν του δίνεις το περιθώριο να εκφραστεί για να βγει στην επιφάνεια, λειτουργεί λυτρωτικά.
Ποια θεατρικά κείμενα σε προκαλούν;
Θα έλεγα τα αβαν γκαρντ. Μου αρέσει το θέατρο του παραλόγου. Μου αρέσουν οι δικοί μας κλασικοί...
Βλέπουμε ότι οι προσωπικές σου επιλογές, είναι έργα πολύ «εσωτερικά».
Θα έλεγα, έργα στο δικό μου ψυχισμό. Τα έργα τα σέβομαι και είναι το πρώτο βήμα για να δηλώσω παρών. Για να εκφράσω δικά μου πράγματα μέσα από τα κείμενα αυτά. Και νομίζω ότι αυτό είναι ο καλλιτέχνης. Το να επιλέγει υλικό, όπου μέσα από αυτό μπορεί να εκφράσει και δικές του αλήθειες. Ο ρόλος του καλλιτέχνη δεν είναι διεκπεραιωτικός. Είναι να καταθέτει τη δικιά του αλήθεια κάθε φορά και αυτό είναι βασανιστικό αλλά και λυτρωτικό συνάμα.
Οι σπουδές ψυχολογίας που έκανες στην Γαλλία, πριν τις σπουδές θεάτρου, σε βοήθησαν ώστε να προσεγγίζεις καλύτερα τον ρόλο και τον ηθοποιό;
Εννοείται...Βέβαια... Δε μένω σε αυτό που φαίνεται αλλά σε αυτό που κρύβεται πίσω. Αυτά τα κλειδιά, αυτή τη δυνατότητα μου την έδωσε η ψυχολογία.
Και για το Θέατρο;
Είχα την τύχη να έχω σπουδαίους δασκάλους στο Παρίσι, οι οποίοι μαθήτευσαν στο Θέατρο του Γκροτόφσκι, της Αριάν Μνουσκίν, του Μπρέχτ. Έχω τέτοια ερεθίσματα, τέτοιες αναφορές που με επηρεάζουν ακόμη. Αυτές οι επιρροές, μου έχουν ανοίξει το δικό μου προσωπικό μονοπάτι. Βασίζομαι σε αυτές τις επιρροές αλλά θα τολμήσω να πω ότι έχω δημιουργήσει και το δικό μου στίγμα.
Σε ποιες παραστάσεις πιστεύεις ότι έδωσες το δικό σου στίγμα;
Στην παράσταση «Σαν Κραυγή , στο « Κεκλεισμένων των Θυρών» , αλλά και στην «Παρεξήγηση». Μέσα από αυτήν, έβλεπα αγαπημένα μου πρόσωπα αλλά και τον ίδιο τον εαυτό μου.
Είσαι αισιόδοξος άνθρωπος;
Βεβαίως είμαι αισιόδοξος άνθρωπος.. Πιστεύω ότι αυτά τα κείμενα, κρύβουν αισιόδοξα μηνύματα, είναι αισιόδοξα έργα, αν κάνεις μια δεύτερη ανάγνωση. Είναι αισιόδοξο το γεγονός, γιατί είναι μια διαδικασία συνειδητοποίησης, ότι είμαστε πολύπλευρα όντα και το γέλιο πολλές φορές είναι παραπλανητικό τελικά. Νομίζω, ότι οι άβολες θέσεις και οι άβολες καταστάσεις είναι πιο ουσιαστικές και καταλήγουν να είναι πιο φωτεινές.
Η «παρεξήγηση» έχει ένα τραγικό τέλος… Μια δολοφονία…
Μα ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται για δολοφονία, είναι όλοι άτομα, τα οποία είναι παρατημένα από την ζωή. Φοβούνται την ζωή. Φοβούνται την ευτυχία.
Είμαστε λίγο πολύ, όλοι έτσι;
Νομίζω πως ναι και ειδικά στις μέρες μας. Αυτό πάντα υπάρχει, απλώς είμαστε λίγο μπερδεμένοι. Πιστεύουμε ότι το γέλιο μπορεί να ξορκίσει το κακό. Εγώ δεν το πιστεύω τελικά αυτό το πράγμα. Εγώ πιστεύω ότι το δάκρυ είναι πιο ισχυρό ως λυτρωτικό μέσο και ως λυτρωτική διαδικασία, από ένα γέλιο που είναι πολλές φορές ζήτημα εκβιασμού.
Από τον κοινωνικό περίγυρο ή από μας τους ίδιους;
Από όλα αυτά, αλλά βασικά από εμάς τους ίδιους. Η κοινωνία που έχουμε, έχει θεοποιήσει τη χαρά. Είμαστε πολύ στον αφρό, στην επιφάνεια, στην εικόνα. Αλλά δεν είμαστε εικόνα. Είμαστε άνθρωποι...