Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίζας
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
“Λίγες στιγμές μετά το βίωμα,η φαντασία αρχίζει να σωρεύει στη μνήμη μας τις δικές της αλλοιώσεις” Γ.Β. Δερτιλής.
Καθώς είχε απορροφηθεί από το βιβλίο που διάβαζε,δεν πρόσεξε ότι το τρένο ήταν σταματημένο σε κάποιο σταθμό. Κοίταξε από το παράθυρο έξω. Σε λίγο μπήκε στο βαγόνι ένας φαντάρος,ο οποίος αφού τακτοποίησε τις αποσκευές του, βυθίστηκε στον ύπνο. Ενα μικρό παιδί με κοντό μαλλί κόλλησε το πρόσωπό του στο παράθυρο. Τον κοιτούσε. Αυτός χαμήλωσε το βλέμμα. Για κάποιο λόγο αυτή η σκηνή του προξενούσε ντροπή. Αυτό το βλέμμα με την επίμονη αυθάδειά του ένιωθε σαν να κοιτάζει μέσα του. Σαν να παραβίαζε κάτι καλά φυλαγμένο.Πήρε το βιβλίο στα χέρια του. Εκανε πως διαβάζει.
Ευτυχώς σε λίγο το τρένο ξεκίνησε. Προσπάθησε να διώξει τη σκηνή από το μυαλό του. Αγκάλιασε με το βλέμμα τα καπνοχώραφα που έφευγαν με ταχύτητα προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μετά από ώρα το τρένο έφθασε στον σταθμό της πόλης. Κατέβηκε. Πήρε το δρόμο προς το κέντρο. Επρεπε να ειδοποιήσει ότι έφθασε. Διέσχισε έναν έρημο δρόμο με μονοκατοικίες. Εψαξε για τηλεφωνικό θάλαμο. Σε λίγο θα νύχτωνε. Σκέφθηκε ότι είναι η πρώτη φορά που ταξίδευε μόνος. Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο.Αφού χάθηκε σε στενά δρομάκια που έμοιαζαν μεταξύ τους, φάνηκε ο σταθμός των λεωφορείων. Παντού χαμηλά κτίρια,και στο βάθος ένα τζαμί. Από κάπου ακουγόταν ανατολίτικη μουσική. Οικογένειες μουσουλμάνων περίμεναν το λεωφορείο.
Ενώ περίμενε,κάθισε σε ένα καφενείο απέναντι από τον σταθμό. Παρήγγειλε στην τύχη σεκέρ παρέ. Μία μπάλα κύλησε προς το μέρος του. Ενα παιδί τον πλησίασε.Του την έδωσε. Εκείνο τον ρώτησε κάτι στη γλώσσα του. Κάτι ήθελε. Δεν κατάλαβε. Οι γονείς του κοιτούσαν. Ενιωθε το βλέμμα τους πάνω του. Προσπάθησε να κρύψει μία υποψία ανησυχίας. Το παιδί εξακολουθούσε να τον κοιτάζει. Ενιωσε άβολα. Ηταν κι ο ίδιος σε μία ηλικία που δεν μπορούσε να διαβάσει το βλέμμα του άλλου. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα που του φάνηκαν ατελείωτα.Το παιδί απομακρύνθηκε. Δοκίμασε το γλυκό του. Τότε κατάλαβε.
Ακούστηκε ένα κορνάρισμα. Το πράσινο Fiat 128 είχε παρκάρει απέναντι. Βγήκε ο συμμαθητής του με τον πατέρα του.Τακτοποίησαν τη βαλίτσα του. Ξεκίνησαν. Ο πατέρας ρώτησε πώς ήταν το ταξίδι του. Μετά έπεσε σιωπή.Δεν ένιωθε πολύ άνετα με τον πατέρα του συμμαθητή του. Δεν τον ήξερε καλά. Από το παράθυρο έβλεπε τα χωριά που συναντούσαν στη διαδρομή. Είχε ήδη σκοτεινιάσει. Φευγαλέα πέρασε από το μυαλό του η εικόνα του σπιτιού του.
Την άλλη μέρα ξύπνησε με καλή διάθεση. Βγήκε στην αυλή. Ενα σπίτι δίπλα στη θάλασσα.Το πρωινό ήταν έτοιμο. Ενα κοπάδι αγριόπαπιες πέρασε από πάνω τους. Η θάλασσα ήρεμη. Φόρεσαν τις μάσκες τους και βούτηξαν. Το μεσημέρι θα πήγαιναν στην πόλη για φαγητό.
Στο εστιατόριο παρατηρούσε τις άψογες κινήσεις των χεριών τους,κι ένιωσε ξαφνικά την δική του αδεξιότητα. Ενα κύμα ντροπής τον κατέκλυσε. Πότε θα τελείωνε αυτό το γεύμα? Προσπάθησε να μην το δείχνει.Να φαίνεται ατάραχος, συμμετέχοντας στην κουβέντα. Πιθανόν να έγινε αντιληπτός. Πάντως δεν του το έδειξαν.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Με τον συμμαθητή του χαθήκανε. Την επόμενη μέρα έφυγε. Τακτοποίησε την βαλίτσα στο πορτ μπαγκάζ. Η μητέρα του φίλου. Πλησίασε να τον αποχαιρετήσει. Ομορφη. Τί απέμεινε? Μία εικόνα. Ενα χέρι(το δικό της) που διορθώνει τα μαλλιά του την ώρα που φεύγει.