Γράφει ο Χρήστος Α. Αποστολίδης*
Λαμβάνοντας ως αφορμή τις ποικίλες επιθέσεις που κατά καιρούς και ιδιαίτερα το τελευταίο χρονικό διάστημα δέχεται η Εκκλησία και οι Αγιορείτικες Μονές, με προτάσεις, που μάλιστα βρίσκουν ιδιαίτερη απήχηση στην κοινή γνώμη και λαμβάνουν ευρεία δημοσιότητα, για υφαρπαγή της «τεράστιας» εκκλησιαστικής περιουσίας με σκοπό την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και απομείωσης του χρέους, οφείλουμε να αναδείξουμε μίαν εξόχως σημαντική - περιέργως όμως αποσιωπημένη - εθνική προσφορά των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, οι οποίες το έτος 1924 κλήθηκαν να συμβάλλουν στην οικονομική αποκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων ακτημόνων αγροτών, κυρίως όμως προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922), που έχοντας μόλις απολέσει τις πατρογονικές τους εστίες και ευρισκόμενοι σε κατάσταση έσχατης ένδειας, κατέκλυσαν, μεταξύ άλλων, και τη Βόρειο Ελλάδα. Ακολούθως, αντιπαραβάλλεται η εθνωφελής αυτοπροσφορά που επέδειξαν οι Αγιορειτικές Μονές κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο του Μεσοπολέμου, προς τη μετέπειτα στάση του Ελληνικού Κράτους, που όχι μόνον αθέτησε τις συμβολικού περισσότερο χαρακτήρα υποχρεώσεις του απέναντι στις Μονές αλλά και προέβη σε αντισυνταγματική υπερφορολόγησή τους.
Ειδικότερα, το έτος 1924 ο τότε υπουργός Γεωργίας, εκπροσωπώντας το ελληνικό Κράτος και υπό την πίεση του οξύτατου κοινωνικού προβλήματος που είχε ανακύψει, συμφώνησε με τους αντιπροσώπους της Ι. Κοινότητας του Αγ. Όρους την εγκατάσταση χιλιάδων ντόπιων ακτημόνων αγροτών, κυρίως όμως Μικρασιατών προσφύγων, σε 50 «Αγιορειτικά Μετόχια», δηλαδή σε εκτεταμένα αγροκτήματα που είχαν περιέλθει πριν πολλούς αιώνες στην ιδιοκτησία 18 Μονών του Άθωνα, και έκειντο στις ευρύτερες περιοχές της Χαλκιδικής και των Σερρών. Συναφώς υπεγράφη η περίφημη τότε «Σύμβασις μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Ι. Κοινότητος του Αγίου Όρους, δι’ ης αύτη χορηγεί εις την Κυβέρνησιν 200.000 στρέμματα καλλιεργησίμου γης δια την εγκατάστασιν αγροτών προσφύγων εν Χαλκιδική». Η συμφωνία αυτή περιβλήθηκε τον τύπο της μίσθωσης, με αρχικό χρόνο διάρκειας τα δέκα έτη (μέχρι 30-9-1934).
Η λύση ωστόσο αυτή, είχε επείγοντα και προσωρινό χαρακτήρα. Οριστική λύση μεθοδεύτηκε με την ψήφιση του Ν. 5377/1932, «περί εκτιμήσεως και πληρωμής της αξίας των απαλλοτριωθέντων κτημάτων των Ι. Μονών του Αγίου Όρους», στο πλαίσιο του οποίου απαλλοτριώθηκαν για κοινωνικούς λόγους από το έτος 1932 έως το 1938 συνολικά 118 Αγιορειτικά Μετόχια, εκτάσεως περίπου 1.000.000 στρεμμάτων. Για την χρηματική αποζημίωση των Μονών συνομολογήθηκε το λεγόμενο «Εθνικό Αγιορειτικό Δάνειο», που προέβλεπε την έκδοση υπέρ κάθε Μονής ονομαστικών ομολογιών με τόκο 6%. Στην πραγματικότητα, η πρόσοδος κάθε Αγιορειτικής Μονής από την ανωτέρω συμφωνία είχε συμβολικό χαρακτήρα, καθώς προείχε τότε η ολόθυμη συμβολή στην διευθέτηση του οξύτατου κοινωνικού, οικονομικού και εθνικού προβλήματος.
Η γερμανική κατοχή, που επακολούθησε, εκμηδένισε ως γνωστόν την αξία της δραχμής. Το Κράτος προχώρησε τότε μονομερώς στην παύση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, μεταξύ άλλων, και προς τις Μονές του Αγίου Όρους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αργότερα, όταν ομαλοποιήθηκαν τα πράγματα, τα δικαιολογημένα παράπονα των τελευταίων, συνιστώντας την ουσία του λεγόμενου «Μετοχιακού Ζητήματος». Προσφέρεται για συμπεράσματα όχι μόνον ότι το Μετοχιακό Ζήτημα παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα, εξαιτίας της ολιγωρίας των αρχών και μόνον, αλλά και ότι – όσο και αν αυτό ακούγεται απίστευτο – το Κράτος δεν έχει προσχωρήσει ακόμη (ήδη από το έτος 1932!) στην έκδοση τίτλων ιδιοκτησίας υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών που ευεργετήθηκαν από την απαλλοτρίωση των Μετοχίων, δυνάμει του Ν. 5377/1932. Όπως είναι προφανές, στην περίπτωση αυτή η κρατική αδιαφορία πλήττει όχι μόνον τις Μονές του Αγ. Όρους αλλά και τους πληθυσμούς της Χαλκιδικής, οι οποίοι, ενόψει της εντάξεως περιοχών της στο Εθνικό Κτηματολόγιο, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα κατά την υποβολή των δηλώσεών τους, ευρισκόμενοι σε αμηχανία για τους τίτλους που πρέπει να επικαλεσθούν.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ