Όσο και αν μας τρομάζει δυστυχώς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας των δυτικών κοινωνιών. Τα τυφλά τρομοκρατικά χτυπήματα εναντίον ανύποπτων πολιτών σε πολυσύχναστους δρόμους, εμπορικά κέντρα, θρησκευτικούς χώρους, σχολεία αποτελούν πλέον μια λυπηρή καθημερινότητα, με την οποία όλοι θα πρέπει να μάθουν να ζουν. Το άκουσμα μιας ανάλογης είδησης στο παρελθόν, επειδή ακριβώς αποτελούσε εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός, ενδεχομένως να ξάφνιαζε και ακολούθως να σόκαρε, ανάλογα φυσικά και με τις συνεπακόλουθες συνέπειες. Στη σημερινή όμως σκληρή εποχή τείνει δυστυχώς να αποτελέσει έναν τραγικό κανόνα ενός ακήρυχτου πολέμου, για τον οποίο απλά αγνοούμε το μέρος που θα λάβει χώρα το επόμενο χτύπημα και άρα ποτέ δεν θα μπορέσουμε να είμαστε αρκούντως προετοιμασμένοι.
Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω αποτελεί η καχυποψία που έχει φωλιάσει στις ψυχές όλων και ο φόβος του άγνωστου συμπολίτη που στα καλά καθούμενα και όλως απροειδοποίητα θα αποφασίσει να θέσει τέρμα στη ζωή του με εκκωφαντικό τρόπο, παίρνοντας όμως μαζί του στην άλλη ζωή και όσο πιο πολλούς μπορεί, αθώα και ανυποψίαστα θύματα μια διαφορετικής προσέγγισης του θείου και της μεταθανάτιας εμπειρίας.
Πράγματι, από τη στιγμή που οι κοινωνίες μας έχουν μετεξελιχθεί σε απρόσωπες πολυπολυτισμικές κοινότητες, όσο και αν οχυρωθούν οι σύγχρονες πόλεις με κάμερες και τα λοιπά τέλεια μέτρα προφύλαξης, ποτέ δεν θα επιτευχθεί ο στόχος της εξασφάλισης της απόλυτης ασφάλειας για τους πολίτες. Είναι στην πράξη αδύνατο να απαγορεύσεις σε έναν υποψήφιο αυτόχειρα να επιλέξει τον τρόπο που θα αφήσει το τελευταίο αποτύπωμά του στην επίγεια ζωή του πριν αναζητήσει την ανταμοιβή που του προσφέρει ο δικός του παράδεισος.
Και το πρόβλημα είναι ακόμη στην αρχή του. Το διογκώνουν οι συνεχείς μεταναστευτικές ροές, που παρά τις όποιες απόπειρες όχι μόνο δεν περιορίζονται αλλά αντίθετα συνεχίζονται αμείωτες και ακόμη ο υψηλός βαθμός γεννητικότητας των μουσουλμανικών πληθυσμών αποτελεί μια υπαρκτή αλήθεια, που καλό είναι να μην αφεθεί στην τύχη της. Υπολογίζεται λοιπόν ότι οι μουσουλμάνοι το 2030 θα αποτελούν πάνω από το 8 % του ευρωπαϊκού πληθυσμού, ενώ το 2010 συνιστούσαν το 6 %. Αυτό εξηγείται εύκολα αν αναλογιστούμε ότι η μέση ηλικία των μουσουλμάνων της Ευρώπης είναι τα 32 χρόνια, ενώ των Ευρωπαίων τα 40.
Με τη φορά που εξελίσσεται η κατάσταση και χωρίς να συνυπολογίζεται η ούτως ή άλλως απροσδιόριστη επίδραση των μεταναστευτικών ροών, δεν θα πρέπει να αποκλείεται ένας αριθμός μουσουλμάνων στη Γηραιά Ήπειρο τα προσεχή 12 χρόνια κοντά στα 70 εκατομμύρια. Και όλα αυτά όταν είναι γνωστό πως οι ιθαγενείς πληθυσμοί δεν είναι ιδιαίτερα δεκτικοί απέναντι στους μουσουλμάνους. Άλλωστε σε σχετική ερώτηση του 2016 προέκυψε ότι 72 % των Ούγγρων δεν τους θέλουν στη χώρα τους, 69 % των Ιταλών, 66 των Πολωνών και 65 % των Ελλήνων. Αντίθετα μόνον το 29 % είναι αντίθετοι στην Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία.
Η Ευρώπη στο σύνολό της έχει πρόβλημα, διότι οι πολιτικές ηγεσίες της δείχνουν να μην μπορούν να σηκώσουν το βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς των χωρών τους. Συχνά μάλιστα δίνεται η εντύπωση ότι οι ηγεσίες θα ήθελαν να ξεχαστεί ο πολιτισμός ως ζωτική δύναμη παρέμβασης και διαμόρφωσης των πραγμάτων και να μείνει μόνον ως τουριστικό αγαθό. Η παρουσία των μουσουλμάνων όμως χαλάει τον σχεδιασμό, φοβίζει τους πολίτες, τους επιστρέφει και τους επανασυνδέει με το παρελθόν τους, τα ήθη και τα έθιμα του έθνους τους και τη χριστιανική θρησκεία, το θεμέλιο και τη βάση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Σε κάθε περίπτωση όπου και αν οδηγηθούν οι εξελίξεις, όποιες πολιτικές και αν κυριαρχήσουν δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι το Ισλάμ δεν θέλει απλά να ξεχαστεί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αλλά να συντριβεί.
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ